Παραδοσιακά παιχνίδια του χωριού

 

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Παιδικά παραδοσιακά παιχνίδια στο 
λαογραφικό μουσείο του χωριού

Το παιχνίδι είναι μια κοινωνική δραστηριότητα του ανθρώπου που εκδηλώνεται αυθόρμητα από τη βρεφική ηλικία. Αρχικά είναι το μέσο για να εξερευνήσει τον κόσμο, κι αργότερα, στην παιδική ηλικία, είναι το μέσο για να κοινωνικοποιηθεί και να καταξιωθεί ανάμεσα στους συνομηλίκους του. Πολλά από τα παιχνίδια παίζονται κι από τους μεγάλους και βέβαια οι στόχοι δεν απέχουν πολύ απ’ αυτούς της παιδικής ηλικίας.

Εδώ θα περιγράψουμε τα παραδοσιακά παιχνίδια που έπαιζαν οι προηγούμενες γενιές, αγόρια και κορίτσια. Πολλά από αυτά τείνουν να ξεχαστούν ακόμη κι από αυτούς που τα έπαιζαν καθώς ο χρόνος είναι αμείλικτος. Οι νεότερες γενιές, φυσικά, ζώντας κυρίως σε αστικά κέντρα, είτε δεν τα έμαθαν ποτέ είτε καθώς άλλαξε π τρόπος ζωής, είναι αδύνατο να τα παίξουν.

ΚΛΕΦΤΕΣ: Ομαδικό παιχνίδι που παίζονταν από αγόρια και κορίτσια. Τα παιδιά χωρίζονταν σε δυο ομάδες. Τα παιδιά της μιας ομάδας κρύβονταν και τα παιδιά της άλλης έπρεπε να  βρουν πού κρύφτηκαν. Αν τα έβρισκαν όλα, οι ρόλοι άλλαζαν.

ΝΤΡΑΓΑΤΗΣ: Παιχνίδι κυνηγητού που παίζονταν και από τα δύο φύλα. Ένα από τα παιδιά τα φυλούσε με τα μάτια κλειστά και στραμμένος προς την αντίθετη μεριά. Τα υπόλοιπα, μαζεμένα λίγο παραπέρα, κάνοντας μια κίνηση σαν να τσιμπάνε σταφύλια από ένα κλήμα, έλεγαν το τραγουδάκι: «Τσαμ τσαμ, τα σταφύλια. Ο ντραγάτης δεν είν’ εδώ.» Μόλις τελείωναν τα λόγια, έτρεχαν να μην τους πιάσει ο ντραγάτης (αγροφύλακας).

ΤΡΙΟΤΑ: Παίζονταν από δύο παίχτες. Κρατούσαν τρεις πετρούλες,  φασόλια ή σπυριά καλαμποκιού προσπαθούσαν να κάνουν τρίλιζα σ’ ένα σχήμα που είχαν χαράξει πάνω σε μια πλάκα.

ΚΟΤΣΙ: Είναι ένα πανάρχαιο παιχνίδι που παίζονταν από τα ομηρικά χρόνια. Το κότσι είναι ένα κόκαλο στον αστράγαλο του ζώου και έχει τέσσερις όψεις, δυο φαρδιές και δυο στενές.

Παίζονταν από πολλά παιδιά που κάθονταν σε κύκλο. Στην αρχή έπρεπε  να διαλέξουν το βεζίρη και το βασιλιά. Αυτό γινόταν ρίχνοντας το κότσι σαν ζάρι. Για να κερδίσεις έπρεπε να καθίσει στη μια στενή πλευρά. Κάθε παιδί έριχνε με τη σειρά. Αν το κότσι κάθονταν στη φαρδιά πλευρά, έτρωγε βουρδουλιές από το βεζίρη, τόσες όσες τον διάταζε ο βασιλιάς. Αν κάποιο παιδί κατάφερνε να κάνει το κότσι να καθίσει στη στενή πλευρά, γινόταν αυτός βεζίρης κι έτσι το παιχνίδι συνεχίζονταν.

ΤΣΙΟΛΙΓΚΑΡΙΑ: Ήταν ομαδικό αγορίστικο παιχνίδι που παίζονταν από δυο ομάδες.

Στο χώμα χάραζαν έναν κύκλο και μέσα κάθονταν η «μάνα», η οποία ήταν μέλος σε μια από τις δυο ομάδες. Στα χέρια κρατούσε ένα ξύλινο ραβδί από κρανιά με μήκος 70 πόντους περίπου, την τσιολέγκα. Η κάθε ομάδα είχε από ένα ξύλο 25-30 πόντους περίπου, μυτερό στην άκρη, το τσιολιγκάρι. Γύρω από τον κύκλο έβαζαν τέσσερις πέτρες για σημάδι σε απόσταση 4 με 5 βήματα. Από κάποια απόσταση, τα παιδιά της μιας ομάδας πετούσαν το τσιολιγκάρι για να το βάλουν μέσα στον κύκλο. Η μάνα έπρεπε να το χτυπήσει για να το στείλει όσο πιο μακριά μπορεί. Τα παιδιά της άλλης ομάδας έτρεχαν τότε, το έπιαναν και το πετούσαν ώστε να το βάλουν στον κύκλο. Εντωμεταξύ, η μάνα μόλις χτυπούσε το τσιολιγκάρι, έτρεχε να περάσει από τα τέσσερα σημάδια με τις πέτρες και μετά να ξαναμπεί στον κύκλο ώστε να δώσει την ευκαιρία στους άλλους να βρουν τον κύκλο αφύλαχτο. Αν κατάφερναν να ρίξουν το τσιολιγκάρι στον κύκλο, κέρδιζε η ομάδα τους και άλλαζαν ρόλους. Αν το τσιολιγκάρι έπεφτε έξω από τον κύκλο, η μάνα το χτυπούσε με την τσιολέγκα της στην άκρη, αυτό πετάγονταν στον αέρα και τότε το ξαναχτυπούσε δυνατά, χωρίς να το πιάσει, για να πάει όσο πιο μακριά γίνονταν.  Τα παιδιά της άλλης ομάδας έτρεχαν να το πιάσουν για να το ρίξουν μέσα στον κύκλο. Έτσι το παιχνίδι συνεχίζονταν.

ΜΟΥΝΤΖΟΥΡΗΣ: Παίζονταν συνήθως στα νυχτέρια με μι τράπουλα. Κέρδιζε όποιος έφτιαχνε τετράδα με όμοια φύλλα. Όποιος έχανε, τον έβαφαν με καπνιά από το τζάκι.

ΑΝΤΡΟΓΥΝΑ: Παιχνίδι που παίζονταν κι αυτό στα νυχτέρια από μεγάλους. Ένας από την παρέα περιέγραφε μια οικογένεια και οι υπόλοιποι έπρεπε να βρουν την οικογένεια. Το παιχνίδι αυτό ήταν πολύ αγαπητό γιατί είχε πλάκα καθώς το διάνθιζαν με κουτσομπολιά και κωμικές καταστάσεις. Άρχιζε με τα λόγια: «Πού είναι και πού δεν είναι: ένα αντρόγυνο, μια κορμοχήρα (γρια), ένα πετσινάρι (αγόρι) και δυο πλακίδες (κοριτσάκια).

Παιδιά του χωριού παίζουν με 
παραδοσιακά παιχνίδια

ΚΑΧΤΕΣ (ΚΑΡΥΔΙΑ): Σε ένα οβάλ κύκλο, έστηναν καρύδια το ένα πάνω στο άλλο όπως στο σχήμα. Από μια απόσταση 4-5 μέτρων που είχαν χαράξει μια γραμμή, έριχνε ένα ένα παιδί με τον κούκο (μεγάλη σε μέγεθος καρύδα) να πετύχει αυτές που ήταν στον κύκλο. Όποια πετύχαινε και έβγαινε έξω από τον κύκλο την έπαιρνε για δική του. Μετά έριχνε ο επόμενος. Η σειρά καθορίζονταν ως εξής: Με τον κούκο τους έριχναν σε έναν τοίχο ή σε μια γραμμή και ανάλογα με την απόσταση που θα είχαν, καταλάμβαναν και τη σειρά.

ΣΚΛΑΒΑΚΙΑ: Ένα παιχνίδι που παίζονταν από αγόρια και κορίτσια. Χωρίζονταν σε δυο ομάδες από 5 παιδιά και πάνω η κάθε ομάδα. Κάθε ομάδα οριοθετούσε την περιοχή της με μια γραμμή. Πίσω από τη γραμμή, προς το μέρος της ομάδας, έβαζαν μια πέτρα για σημάδι. Στη συνέχεια έριχναν λαχνό για να δουν ποια ομάδα θα περάσει πρώτη τη γραμμή. Όταν περνούσε ένα παιδί τη γραμμή, έβγαινε ένα άλλο παιδί από την αντίπαλη ομάδα και τον κυνηγούσε για να τον αγγίξει. Αν τα κατάφερνε, τον έβαζε να καθίσει στην άκρη της γραμμής. Αυτό ήταν το σκλαβάκι.

                            

                                                                           χώρος Α’ ομάδας

Σκοπός του παιχνιδιού είναι τα παιδιά της μιας ομάδας να πατήσουν το σημάδι της άλλης ομάδας. Τα σκλαβάκια στέκονται στη θέση τους με το χέρι τεντωμένο για να έρθει κάποιος δικός τους να τα ακουμπήσει για να τα ελευθερώσει.

 

 

ΤΟ ΤΟΠΙ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ: Το παιχνίδι αυτό παίζονταν κυρίως από κορίτσια. Πρώτα χωρίζονταν σε δυο ομάδες και έπρεπε η καθεμιά να είναι πάνω από 5 κορίτσια. Χρειάζονταν ένα τόπι και μια πέτρινη πλάκα που την έστηναν όρθια για στόχο. Δυο βήματα από την πλάκα χάραζαν μια γραμμή κι έριχναν λαχνό για να δουν ποια ομάδα θα παίξει πρώτη. Η ομάδα που θα έπαιζε πρώτη κάθονταν πίσω από τη γραμμή.

 Ένα παιδί, από την ομάδα που κέρδισε, πετούσε ψηλά το τόπι και το χτυπούσε με την παλάμη για να πάει μακριά. Τα παιδιά της άλλης ομάδας έτρεχαν να το πιάσουν στον αέρα για να κάψουν τον παίχτη που το πέταξε. Μόλις το έπιανε έπρεπε να το ακουμπήσει στο έδαφος. Αν κανένα παιδί δεν κατάφερνε να το πιάσει στον αέρα και το τόπι έπεφτε κάτω, από το σημείο εκείνο το πετούσε για να πετύχει  την πλάκα. Αν την πετύχαινε, ο παίχτης της άλλης ομάδας που είχε πετάξει το τόπι καίγονταν. Αν δεν πετύχαινε την πλάκα, η πρώτη ομάδα έπαιρνε πόντους.

Στη συνέχεια έριχνε το τόπι άλλο παιδί από την ομάδα που είχε ρίξει και την πρώτη φορά και που συνεχίζει να κάθεται πίσω από τη γραμμή. Και το παιχνίδι συνεχίζονταν κατ’ αυτόν τον τρόπο. όποια ομάδα κέρδιζε περισσότερους πόντους έβαζε τους χαμένους να τους κουβαλήσουν στην πλάτη για κάποια απόσταση.

 

ΟΙ 6 ΠΛΑΚΕΣ: Παίζονταν από αγόρια και κορίτσια. Χωρίζονταν σε δυο ομάδες και καθεμιά έπρεπε να έχει πάνω από 5 παιδιά.

Χάραζαν στο χώμα έναν μεγάλο κύκλο και στη μέση έστηναν έναν πύργο από 6 πέτρινες πλάκες  στο μέγεθος της παλάμης των παιδιών.

Έριχναν κλήρο για να δουν ποια ομάδα  θα παίξει πρώτη.

Ο κλήρος γίνονταν με διάφορους τρόπους. Έκρυβαν δυο ξυλάκια με διαφορετικό μέγεθος και τα έκρυβαν στην παλάμη να φαίνεται μόνο η μα άκρη. Στη συνέχεια καλούσαν τον αντίπαλο να μαντέψει ποιο είναι μεγαλύτερο. Άλλος τρόπος ήταν να κρύβουν στο χέρι ένα αντικείμενο και στη συνέχεια καλούν τον αντίπαλο να μαντέψει σε ποιο χέρι κρύβει το αντικείμενο. Άλλος τρόπος ήταν να φτύνουν μια μικρή πέτρινη πλάκα και να την πετούσαν  στον αέρα. Αν στέκονταν με το βρεγμένο μέρος κέρδιζε. Άλλος τρόπος ήταν να χαράζουν μια γραμμή και από κάποια απόσταση πετούσαν μια πλάκα. Όποιος την έφτανε πιο κοντά στη γραμμή κέρδιζε.

Όλα τα παιδιά στέκονταν έξω από τον κύκλο. Ένα παιδί από την ομάδα που  είχε κερδίσει το λαχνό πετούσε το τόπι για να πετύχει τον πύργο με τις πλάκες. Αν τον πετύχαινε και οι πλάκες έπεφταν, τα παιδιά της άλλης ομάδας έτρεχαν να ξαναστήσουν γρήγορα τον πύργο. Τα παιδιά της πρώτης ομάδας πετούσαν το τόπι για να πετύχουν κάποιο παιδί της άλλης ομάδας την ώρα που προσπαθούσαν να ξαναστήσουν τις πλάκες. Όποιον πετύχαιναν καίγονταν. Το παιχνίδι τελείωνε όταν έκαιγαν όλους τους παίχτες της δεύτερης ομάδας.

 

ΠΟΥ ΚΟΥΚΟΣ ΠΟΥ ΑΝΕΜΟΣ: Ήταν ένα παιχνίδι που παίζονταν στα νυχτέρια και παίζονταν από μικρούς και μεγάλους.

Ο ένας έκρυβε στη χούφτα του ένα μικρό αντικείμενο, ένα φασόλι παράδειγμα, και ζητούσε από τον άλλο να βρει σε ποια χούφτα το έχει με τη φράση: «Πού κούκος, πού άνεμος;» Αν το έβρισκε, έπαιζε αυτός, διαφορετικά συνέχιζε ο ίδιος.

 

Ο ΓΚΑΒΟΣ: Παίζονταν από αγόρια και κορίτσια και μοιάζει με το παιχνίδι της τυφλόμυγας.

Όλα τα παιδιά έκαναν έναν κύκλο κρατώντας μια τριχιά. Στη συνέχεια έριχναν κλήρο με την ‘κουμπανιά’. Έβαζαν όλα μαζί τα χέρια το έναν πάνω στο άλλο και συλλάβιζαν κου-μπα-νιά. Αμέσως έπρεπε να γυρίσουν την παλάμη ανάποδα. Όποιος δεν το έκανε έχανε κι έκανε τον γκαβό (τυφλό).

Του έδεναν τα μάτια  μ’ ένα μαντίλι για να μην βλέπει. Αγγίζοντας τα παιδιά προσπαθούσε να μαντέψει ποιο παιδί είναι. Αυτά δεν έπρεπε να μιλήσουν για να μην τα καταλάβει από τη φωνή. Ο γκαβός τα γαργαλούσε, τα πείραζε μέχρι να τον βρει. Αν τον έβρισκε, έκανε αυτός τον γκαβό.

 

ΟΙ ΑΜΑΔΕΣ: Ήταν ένα παιχνίδι κυρίως αγορίστικο. Τα παιδιά χωρίζονταν σε δυο ομάδες. Έφτιαχναν έναν πύργο από 8 πέτρινες πλάκες διαμέτρου 6 με 7 εκατοστά. Μετρούσαν μια απόσταση δέκα βήματα και χάραζαν μια γραμμή. Από εκεί ο παίχτης της ομάδας που κέρδισε στο λαχνό πετούσε ένα μπαλάκι για να γκρεμίσει τον πύργο με τις πλάκες. Μετά τον πόλεμο χρησιμοποιούσαν κάτι μπαλάκια σκληρά που τους μοίραζε η undra. Αφού γκρέμιζε τον πύργο, οι παίχτες της άλλης ομάδας έτρεχαν να τον ξαναστήσουν. Οι παίχτες της πρώτης ομάδας με το μπαλάκι σημάδευαν τους παίχτες που προσπαθούσαν να  ξαναστήσουν τον πύργο. Όποιον πετύχαιναν, καίγονταν και έβγαινε από το παιχνίδι. Αυτό συνεχίζονταν μέχρι να «κάψουν» όλους τους παίχτες της αντίπαλης ομάδας. Οι παίχτες της δεύτερης ομάδας σε κάποια απόσταση από τον πύργο με τις πλάκες, χάραζαν στο χώμα έναν κύκλο και όποιος προλάβαινε να μπει εκεί μέσα γλύτωνε και δεν μπορούσε η άλλη ομάδα να τον «κάψει». Στον κύκλο αυτό μπορούσε να προστατέψει και άλλον συμπαίχτη που κινδύνευε να «καεί».

 

Η ΓΚΟΥΤΖΙΟΥΝΑ Ή ΓΟΥΡΟΥΝΑ: Κι αυτό ήταν κυρίως αγορίστικο παιχνίδι. Τα παιδιά χωρίζονταν σε δυο ομάδες και η καθεμιά έκανε μια τρύπα στο χώμα και γύρω χάραζαν  έναν κύκλο. Κάθε παίχτης και από τις δυο ομάδες κρατούσε στα χέρια του ένα ξύλινο μπαστούνι, το σκιόπι. Ένα παιδί από την ομάδα που κέρδισε στο λαχνό, χτυπούσε με το μπαστούνι ένα τενεκεδάκι για να το στείλει όσο πιο μακριά μπορούσε. Οι παίχτες της άλλης ομάδας έτρεχαν και το χτυπούσαν με τα μπαστούνια τους για να το βάλουν στην τρύπα της πρώτης ομάδας. Όσο ήταν μακριά η δεύτερη ομάδα, οι παίχτες της πρώτης πήγαιναν στην τρύπα της άλλης ομάδας και την έσκαβαν να την μεγαλώσουν και να την χαλάσουν. Αυτό γινόταν για πείραγμα. Όταν πλησίαζαν το τενεκεδάκι στον κύκλο της πρώτης ομάδας, οι παίχτες χτυπούσαν κι αυτοί το τενεκεδάκι με τα μπαστούνια για να τους εμποδίσουν να το βάλουν στην τρύπα. Πολλές φορές όταν μπορούσαν χτυπούσαν με τα μπαστούνια και τα πόδια των αντιπάλων. Το παιχνίδι τελείωνε όταν κατάφερναν να βάλουν το τενεκεδάκι στην τρύπα της άλλης ομάδας. Μετά, άλλαζαν ρόλους.

Η ΨΗΛΗ ΓΚΑΜΗΛΑ: Κι αυτό ήταν καθαρά αγορίστικο παιχνίδι και παίζονταν κυρίως στην εξοχή όταν αντάμωναν πολλά παιδιά μαζί. Χωρίζονταν σε δυο ομάδες και έριχναν λαχνό. Τα παιδιά της ομάδας που έχανε, σχημάτιζαν έναν κύκλο πιασμένοι από τον ώμο με τα κεφάλια στο εσωτερικό του κύκλου. Ο ένας έκανε τον φύλακα της γκαμήλας κρατώντας μια δερμάτινη ζώνη και χτυπούσε μ’ αυτήν όποιον προσπαθούσε ν’ ανέβει στην γκαμήλα. Οι παίχτες της αντίπαλης ομάδας έτρεχαν με αυτοθυσία να πηδήξουν πάνω στην γκαμήλα. Αν κατάφερναν να σταθούν πάνω της χωρίς να πατάνε στο χώμα, ο φύλακας δεν είχε το δικαίωμα να τους χτυπήσει. Οι παίχτες που σχημάτιζαν την γκαμήλα τινάζονταν για να τον πετάξουν κάτω αλλά αυτός γραπώνονταν για να κρατηθεί. Το παιχνίδι τελείωνε όταν όλοι οι παίχτες της πρώτης ομάδας κατάφερναν να πηδήξουν πάνω στη γκαμήλα. Μετά άλλαζαν ρόλους. 

Η ΜΑΚΡΙΑ ΓΑΪΔΟΥΡΑ:  Κι αυτό ήταν αγορίστικο παιχνίδι και παίζονταν στην εξοχή όταν συγκεντρώνονταν ικανός αριθμός παιδιών. Τα παιδιά της μιας ομάδας σχημάτιζαν μια αλυσίδα. Έσκυβαν βάζοντας το κεφάλι ο ένας κάτω από τα πόδια του άλλου και γίνονταν μια μακριά κάμπια. Στην κορυφή για να τους κρατάει κάθονταν ένας για μαξιλάρι. Οι παίχτες της αντίπαλης ομάδας έπαιρναν φόρα και πηδούσαν πάνω στην «κάμπια» αυτή  προσπαθώντας να φτάσουν όσο πιο κοντά στο παιδί –μαξιλάρι μπορούσαν για να χωρέσουν όλοι. Όταν πηδούσαν όλοι, ο τελευταίος που ήταν καβάλα έδειχνε με το χέρι του έναν αριθμό με τα δάχτυλα. Αν  οι παίχτες που ήταν από κάτω έβρισκαν πόσα δάχτυλα έδειχνε, τότε άλλαζαν ρόλους. αν όχι, συνέχιζαν το παιχνίδι με τους ίδιους ρόλους.

 

Ο ΦΟΥΤΣΙΟΣ:  Στο παιχνίδι αυτό τα παιδιά έστηναν έναν πύργο με πέτρινες πλάκες και πάνω του έβαζαν δεκάρες ή πεταλίκες. Από απόσταση γύρω στα δέκα βήματα χάραζαν μια γραμμή στο χώμα και πετούσαν μια πλάκα για να γκρεμίσουν τον πύργο. Όποιο νόμισμα πλάκωνε η πλάκα τους, το έπαιρνε δικό του ο παίχτης που έριξε. μετά ξανάστηναν τον πύργο και έπαιζε ο επόμενος παίχτης.

 

ΟΙ ΜΠΙΛΙΕΣ:  Μπίλιες ήταν οι γυάλινοι βόλοι τους οποίους   αγόραζαν τα παιδιά από τα μαγαζιά του χωριού. Με τις μπίλιες έπαιζαν τρία παιχνίδια: Το φιστίκι, τον κούκο και τον σαλίγκαρο. Την μπίλια την έριχναν με τα δυο δάχτυλα, τον δείκτη και τον αντίχειρα.

Το φιστίκι: Σε έναν οβάλ κύκλο έβαζαν δίπλα δίπλα μια σειρά από βόλους. Μετρούσαν μια απόσταση δέκα βήματα και έκαναν μια γραμμή. Στη γραμμή αυτή έριχναν τον βόλο τους κι ανάλογα με την απόσταση που έφτανε ο βόλος του κάθε παιδιού κοντά στη γραμμή, με την σειρά αυτή έριχναν όταν άρχιζε το παιχνίδι.

Αυτός που είχε ρίξει τον βόλο του πιο κοντά στη γραμμή, έριχνε σημαδεύοντας τις μπίλιες μέσα στον οβάλ κύκλο. Όποιες κατάφερνε να τις βγάλει έξω από τον κύκλο, τις έπαιρνε δικές του. Στο σημείο που στέκονταν η μπίλια του συνέχιζε να ρίχνει σημαδεύοντας αυτές που είχαν μείνει στον κύκλο. Αν δεν πετύχαινε κάποια μπίλια ή την πετύχαινε και δεν κατάφερνε να την βγάλει έξω από τον κύκλο, τότε έπαιζε ο επόμενος παίχτης. Το παιχνίδι τελείωνε όταν όλες οι μπίλιες έβγαιναν έξω από τον κύκλο και τις έπαιρνε ο παίχτης που τα κατάφερε.

Ο κούκος: Εδώ έστηναν τις μπίλιες σε μια σειρά και στην άκρη αριστερά έβαζαν έναν μεγάλο βόλο, τον κούκο. Από μια γραμμή σε απόσταση δέκα βήματα, έριχναν και σημάδευαν τον κούκο. Αν τον πετύχαινε, έπαιρνε όλους τους βόλους που ήταν στα δεξιά του κούκου.

Ο σαλίγκαρος: Πάνω στο χώμα χάραζαν μια γραμμή στο σχήμα του σαλίγκαρου. Στο κέντρο έσκαβαν μια τρύπα. Έριχναν το βόλο από το στόμιο του σαλίγκαρου μέχρι να βάλουν τη μπίλια στην τρύπα. Αν η μπίλια έβγαινε έξω από τη γραμμή, «καίγονταν» κι έπρεπε να ξαναρχίσουν από την αρχή. Κάθε παίχτης έριχνε από μια φορά. Ο επόμενος μπορούσε να χτυπήσει την μπίλια του προπορευόμενου και να την πετάξει έξω από τον σαλίγκαρο. Τότε αυτός έπρεπε να ξαναρχίσει από την αρχή.  Ο παίχτης που κατάφερνε να βάλει το βόλο στην τρύπα, συνέχιζε την αντίστροφη πορεία. Κέρδιζε όταν έβγαινε από την είσοδο του σαλίγκαρου.

ΒΑΛΜΑΣ-ΚΕΧΑΓΙΑΣ: Βαλμάς είναι ο βοσκός αλόγων και κεχαγιάς είναι ο επιστάτης.

Τα παιδιά πιάνονται χέρι χέρι και σχηματίζουν έναν κύκλο. Μέσα μπαίνει ο κεχαγιάς και απ’ έξω είναι ο βαλμάς. Σκοπός του παιχνιδιού είναι να εμποδίσουν τα παιδιά να βγει έξω από τον κύκλο ο κεχαγιάς και να πιάσει τον βαλμά.

Το παιχνίδι αρχίζει με διάλογο ανάμεσα στους δυο πρωταγωνιστές.

Κεχαγιάς: Βαλμά, βαλμά!

Βαλμάς: Ορίστε, αφέντη κεχαγιά.

Κεχαγιάς: Πού τα ‘χεις τ’ άλογα;

Βαλμάς: το Λυκοβούνι.

Κεχαγιάς: Τι τρων; Τι πίνουν;

Βαλμάς: Πέτρες και λιθάρια.

Κεχαγιάς: Το δικό μου τ’ άλογο πού το ‘χεις;

Βαλμάς: Έφαγε έναν μπάκακα (βάτραχο) και ψόφησε.

Κεχαγιάς: Εσένα πού σ’ είχα;

Βαλμάς: Ήρθα να πάρω φαΐ.

Κεχαγιάς: Εγώ σου ‘στειλα με την κυρά.

Βαλμάς: Δεν ήταν καλό και το πέταξα.

Κεχαγιάς: Το πέταξες; Τώρα θα σ’ πω εγώ!

Αμέσως ορμάει πάνω στον κύκλο των παιδιών για να βγει να τον πιάσει. Τα παιδιά κλείνουν γρήγορα τον κύκλο. Αυτός τρέχει να βρει μέρος να βγει. Τα παιδιά προσπαθούν να του κλείνουν το δρόμο. Απ’ έξω ο βαλμάς τον κοροϊδεύει επειδή δεν μπορεί να βγει. Και συνεχίζεται με την ίδια πλάκα μέχρι το τέλος του παιχνιδιού. 

Με την εργασία αυτή ολοκληρώθηκε η καταγραφή των παραδοσιακών παιχνιδιών. Ευχαριστώ για τη βοήθεια στην καταγραφή αυτών των παιχνιδιών τους Δημήτρη Ευ. Γελαδάρη, Βασίλη και Ανέστη Κοταδήμο και τον Απόστολο Ζιούλη.

 


 

 

 

 

 

 


ΠΕΝΤΑΚΙΑ (ΠΕΝΤΟΒΟΛΑ): Ήταν κυρίως κοριτσίστικο παιχνίδι. Παίζονταν με πέντε πετραδάκια. Με τον αντίχειρα και τον δείκτη σχημάτιζαν μια καμάρα. Με το άλλο χέρι πετούσαν στον αέρα ένα πετραδάκι και μέχρι να πέσει, έσπρωχναν με το ίδιο χέρι ένα από τα πετραδάκια να περάσει μέσα από την καμάρα. Μετά έπρεπε να σπρώξουν δυο μαζί, μετά τρία και μετά τέσσερα. Στο τέλος τα πέταγε όλα μαζί στον αέρα και έπρεπε να τα πιάσει με το πάνω μέρος των χεριών που τα είχε ενωμένα.

ΠΕΤΑΛΙΚΕΣ: Ήταν ομαδικό αγορίστικο παιχνίδι. Παίζονταν με πεταλίκες, οι οποίες ήταν λαμάκια από ταινίες που έδεναν τα κιβώτια του στρατού. Τις έβαζαν τη μια πάνω στην άλλη και τις σκέπαζαν με μια πλάκα. Από μια γραμμή που είχαν χαράξει, πετούσαν μια πλάκα για να πετύχουν τον πύργο με τις πεταλίκες. Όσες σκέπαζε η πλάκα του τις έπαιρνε. Μετά τις ξανάστηναν για να παίξει ο επόμενος. Η σειρά καθορίζονταν όπως στο παιχνίδι με τις κάχτες.

ΣΤΕΦΑΝΙ: Ήταν ατομικό αγορίστικο παιχνίδι. Παίζονταν μ’ ένα στεφάνι από βαρέλι και μ’ ένα χοντρό σύρμα κατάλληλα λυγισμένο ώστε να μπορεί να το κατευθύνει και να κυλάει χωρίς να πέσει. Ο καλύτερος έκανε ελιγμούς ανάμεσα σε εμπόδια.

ΜΠΙΖ: Ήταν ένα παιχνίδι αρκετά σκληρό και παίζονταν ακόμη κι από μεγάλους.

Ένας από την παρέα έκανε τη μάνα. Έβαζε ανοιχτή την παλάμη του πίσω από την πλάτη του και με το άλλο χέρι έκρυβε τα μάτια ώστε να μην βλέπει. Ένας από την παρέα χτυπούσε την παλάμη της μάνας και η μάνα έπρεπε στη συνέχεια να μαντέψει ποιος τη χτύπησε και με ποιο χέρι. Μόλις χτυπούσε κάποιος, όλοι μαζί φώναζαν «μπιζζζζ!» και προσπαθούσαν να παραπλανήσουν τη μάνα ώστε να μην βρει αυτόν που τη χτύπησε. Αν τον έβρισκε, έκανε εκείνος τη μάνα και το παιχνίδι συνεχίζονταν. Πολλές φορές το παιχνίδι γινόταν άγριο καθώς χτυπούσαν δυνατά, ακόμη και με παντόφλα ή ξύλο.

ΤΑΜΠΑΚΟΣ: Παίζονταν από δυο παίχτες. Ο ένας έβαζε όρθια τη γροθιά του πάνω στο γόνατό του. Ο άλλος έκανε πως έπαιρνε από τη γροθιά του ταμπάκο (καπνό τσιγάρου) και τον μύριζε. Στη συνέχεια του έκανε παραπλανητικές ερωτήσεις του τύπου: «Τι ωραία που μυρίζει;», «Από πού τον αγόρασες τον ταμπάκο;». Και καθώς ο αντίπαλος αφαιρούνταν, του χτυπούσε το χέρι. Ο άλλος έπρεπε να το τραβήξει για να αποφύγει το χτύπημα.

ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ: Ήταν ομαδικό παιχνίδι και παίζονταν από αγόρια και κορίτσια. Παίζονταν ακόμη και από μεγάλους στα νυχτέρια.

Όλα τα παιδιά κάθονται σε κύκλο και στη μέση η «μάνα», με τις παλάμες τις ενωμένες κρύβει ένα δαχτυλίδι. Περνάει από όλα τα παιδιά και προσποιείται ότι τους αφήνει το δαχτυλίδι. Το αφήνει σε ένα από αυτά χωρίς οι άλλοι να το καταλάβουν. Την ώρα που περνάει από τα παιδιά, τραγουδούν: «Το δαχτυλίδι πέρασε, πάει πέρα, πάει πέρα. Κι ο γάιδαρος δεν το ‘νιωσε και πάει παραπέρα. Τρώει σκόρδο, τρώει κρεμμύδι, τρώει κι ένα κομμάτι φίδι.» Αφού περάσει από όλα τα παιδιά η μάνα, ζητάει από κάποιο να της πει πού άφησε το δαχτυλίδι. Αν το παιδί απαντήσει σωστά, γίνεται μάνα και το παιχνίδι ξαναρχίζει. Αν απαντήσει λάθος, τότε θα φάει από τη μάνα τόσες βουρδουλιές, όσες θα πει το παιδί που υπέδειξε. Μετά το παιδί που έδωσε την εντολή για τις βουρδουλιές πρέπει να πει αυτό ποιος έχει το δαχτυλίδι. Έτσι το παιχνίδι συνεχίζεται.

ΚΟΛΟΚΥΘΙΑ: Ήταν ομαδικό παιχνίδι που παίζονταν από αγόρια και κορίτσια. Κάθονταν σε κύκλο και το καθένα έπαιρνε έναν αριθμό. Η μάνα που έχει τον αριθμό 1, λέει: «Έχω μια κολοκυθιά που έχει 6 (π.χ.) κολοκύθια.» Το παιδί που έχει τον αριθμό 6, πρέπει να απαντήσει αμέσως και να πει: «Γιατί να κάνει 6 κολοκύθια. Να κάνει 3(π.χ.). Αμέσως πρέπει να απαντήσει το παιδί που έχει τον αριθμό 3. Αν αργήσει ή μπερδευτεί, τον βάζουν να κάνει τον ήχο κάποιου ζώου.

ΤΣΙΚ: Έστηναν έναν πύργο με δεκάρες ή πενηνταράκια που έδινε το κάθε παιδί. Τα τοποθετούσαν με τα γράμματα προς τα πάνω. Μ’ ένα τάλιρο χτυπούσαν τη στοίβα και όποιο κέρμα γύριζε ανάποδα το έπαιρνε δικό του. Μετά συνέχιζε να χτυπάει τα κέρματα που είχαν σκορπίσει κάτω. Όσα αναποδογύριζε, τα έπαιρνε. Σταματούσε μόλις δεν κατάφερνε να γυρίσει κάποιο. Μετά συνέχιζε το παιδί που ήταν δεύτερο σύμφωνα με τη σειρά που είχαν φέρει στην αρχή όταν έριξαν το τάληρο σε μια γραμμή ή σε έναν τοίχο.

Άλλα αυτοσχέδια παιχνίδια ήταν η χτυπάρα που εκσφενδόνιζε κιτρομπόμπαλα (καρπούς κέδρου),  η σφυρίχτρα από κλαδί καρυδιάς, η τρομπέτα από φύλλο κολοκυθιάς που τη λέγαμε τσαμπούνα, το βιολί από καλαμιά καλαμποκιάς, η σφεντόνα με την οποία κυνηγούσαμε πουλιά, η σκανταλιά η οποία ήταμν μια παγίδα πουλιών, το πατίνι κ.ά.

                                                                                                         Δημήτρης Τέλλης

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου