ΟΞΙΑ ΟΞΙΤΣΑ Μ’ (Κερασοβίτικο παραμύθι)

ΟΞΙΑ ΟΞΙΤΣΑ Μ’

(Κερασοβίτικο παραμύθι)

Μια βουλά κι έναν καιρό, ήταν ένα αντρόγυνο κι είχε τέσσερα τέκνα, τρία παιδιά κι ένα κορίτσι.

Το κορίτσι αφού το πάντρεψαν, πήγε κι ο πεθερός να ζήσει εκεί μαζί τους. Μαζί τους βρήκε και δυο μεγαλύτερες συννυφάδες. Τότε βλέπεις ζούσαν όλοι μαζί, αντραδέρφια, συννυφάδες, παιδιά, παππούδες, μαντρανές, μια ζιάρα φαμίλια. Για τους παππούδες ήταν ευχάριστο να έχουν τα εγγόνια μαζί τους αλλά και τα εγγόνια περνούσαν καλά με τους παππούδες. Με τις συννυφάδες όμως οι σχέσεις ήταν μέσα στην ένταση και στους τσακωμούς. Οι άντρες πήγαιναν ταξίδι για δουλειά. Στο σπίτι όλες τις δουλειές τις έκαναν η πεθερά και οι συννυφάδες. Και οι δουλειές ήταν πολλές, ζύμωμα, πλύσιμο, χωράφια, παιδιά, ξύλα και τελειωμό δεν είχαν.

Σ’ ένα σπίτι ζούσαν τρεις συννυφάδες. Οι δυο μεγαλύτερες ήταν κακές και πονηρές. Η μικρότερη ήταν ήσυχη,  δεν μιλούσε καθόλου και την έβαζαν να κάνει τις πιο πολλές  δουλειές. Ακόμα και στο φαΐ την ξεχνούσαν. Την κακομετα- χειρίζονταν για να την αναγκάσουν να φύγει από το σπίτι. Η μικρή νύφη όλο έκλαιγε κρυφά και αδυνάτιζε από την ασιτία. Ακόμα και στα πεθερικά της δεν έλεγε τίποτα.

Με τα πολλά, πάνε οι μεγαλύτερες και λένε στην πεθερά να τη διώξουμε την μικρή από το σπίτι γιατί δεν είναι καλά γιατί όλο τρώει ψείρες κι αδυνατίζει. Να, θα την δεις ταχιά όταν θα καθίσουμε στον ήλιο και θα μας ξεψειρίζει. Οι πονηρές σκέφτηκαν να ρίξουν στα μαλλιά τους κεχρί κι η μικρή από την πείνα της θα το φάει. Κι έτσι έγινε. Όταν το είδε αυτό η πεθερά, συμφώνησε κι αυτή να την διώξουν την μικρή νύφη από το σπίτι.

Συνεννοήθηκαν κρυφά οι δυο συννυφάδες με την πεθερά να την πάνε τη μικρή νύφη σε ένα μέρος μακριά και να την αφήσουν εκεί να την φάνε τα ζούδια.

Το πρωί ξύπνησαν την μικρή και την είπαν ότι θα πάνε για ξύλα στο δάσος. Αφού περπάτησαν, περπάτησαν πολλές ώρες, έφτασαν σ’ ένα δάσος με μεγάλες και χοντρές οξιές. Κάτσε εσύ εδώ, της είπαν, να κόψεις ξύλα και δεν θα φύγεις αν δεν έρθουμε να σε πάρουμε εμείς.

Έτσι κι έκανε η καημένη. Μάζεψε πολλά ξύλα και περίμενε, περίμενε αλλά πού να φανούν οι άλλες. αυτές είχαν γυρίσει στο σπίτι. Άρχισε να νυχτώνει και φοβόταν τα ζλάπια. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο δυνάμωνε το κρύο και ο φόβος της. Την πήραν τα κλάματα και πήγε και ακούμπησε απελπισμένη σε μεγάλη οξιά. Εκεί έκλαιγε και παρακαλούσε το δέντρο να την προστατέψει.

-Οξια μ’, οξίτσα μ’, άνοιξε να βάλω το κεφαλάκι μ’ να μη γίνω μούσκεμα. Κι η οξιά άνοιξε κι έβαλε η κοπέλα το κεφάλι της μέσα στο άνοιγμα.

Κι η κόρη συνέχισε:

-Οξιά μ’, οξίτσα μ’ άνοιξε να βάλω το κορμάκι μ’ μέσα. Κι η οξιά άνοιξε κι έβαλε η κόρη το κορμάκι της μέσα.

-Οξιά μ’, οξίτσα μ’ άνοιξε να βάλω και τα πόδια μου μέσα να μην κρυώνουν. Και τότε ακούστηκε ένα δυνατό σκίσιμο κι άνοιξε πάλι η οξιά και φανερώθηκε ένα ολόκληρο σπίτι, μεγάλο σαν παλάτι. Μέσα είχε πολλά δωμάτια, ρούχα και φαγητά ό, τι μπορούσε να φανταστεί. Είχε ακόμα και αργαλειό, τσιοκρίκι, ανέμη, ρόκα και μαλλί για να υφαίνει ό,τι ήθελε και να περνάει την ώρα της. Το σπίτι αυτό είχε και κάτι ακόμα πιο παράξενο. Όλα τα πράγματα που ήταν μέσα μιλούσαν με ανθρώπινη φωνή κι έτσι είχε με κάποιον να μιλήσει αφού ήταν μόνη της εκεί μέσα.

Πίσω στο σπίτι, κάποια φορά, γύρισαν οι άντρες από τα ξένα και οι δυο άντρες βρήκαν τις γυναίκες τους, ο μικρότερος όμως δεν βρήκε τη δικιά του. Ρώτησε τη μάνα του και τις νύφες του κι αυτές του αποκρίθηκαν ότι η γυναίκα του έφυγε από το σπίτι μόνη της γιατί ήταν κακιά κι ανάποδη.

Ο μικρός γιος στενοχωρήθηκε πολύ για τη γυναίκα του και δεν έβρισκε ησυχία. Άρχισε να την ψάχνει στα χωράφια, στα βουνά και κάποια στιγμή βρέθηκε και στο δάσος με τις μεγάλες οξιές. Είχε πάρει να νυχτώνει κι έψαχνε ένα μέρος για να περάσει τη νύχτα. Εκεί που περπατούσε, βλέπει ένα σπίτι. Ας χτυπήσω, σκέφτηκε κι ό,τι γίνει. Χτυπάει την πόρτα και του άνοιξε  η γυναίκα του. Αυτός όμως δεν τη γνώρισε. Αυτή όμως κατάλαβε ότι είναι ο άντρας της.

Του έβαλε να φάει όλα τα καλούδια χωρίς να φανερωθεί. Αυτός κοιτούσε γύρω του και δεν πίστευε στα μάτια του με όλα τα καλά που έβλεπε.  Χωρίς να τον δει, πήρε ένα χλιάρι (κουτάλι) και το ‘βαλε στην τσέπη του.

Όταν τελείωσε το φαγητό, μάζεψε το τραπέζι και πήγε στην κουζίνα για να πλύνει τα πιάτα. Βλέπει ότι έλειπε το κουτάλι. Τότε λέει δυνατά:

-Λείπει μια λαβίδα! Όπως είχαμε πει τα πράγματα στο σπίτι αυτό μιλούσαν.

Κι η λαβίδα σαν άκουσε απαντάει:

- Για με, για με, μέσα στο χουλέβι. Το χουλέβι ήταν κάτι σαν γκέτα που το φορούσαν οι άντρες πάνω από το παντελόνι στην κνήμη.

Ο άντρας ντράπηκε και της το έδωσε πίσω.

Μετά η γυναίκα του έστρωσε να κοιμηθεί. Η γυναίκα πήρε την ανέμη να κουβαριάσει και άρχισε να της μιλάει. Της αφηγήθηκε όλη την ιστορία της, πώς την έδιωξαν από το σπίτι, πώς την άφησαν στο δάσος να χαθεί και πώς την έσωσε η οξιά. Από μέσα άκουγε ο άντρας της. Δεν πρόλαβε να τελειώσει, πετάχτηκε πάνω, την αγκάλιασε και δάκρυσε από συγκίνηση που ξαναβρήκε τη γυναίκα του. Ξαναγύρισαν στο χωριό και έκαναν πολλά παιδιά. Έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.        

 

                                                                                                 Δημήτρης Τέλλης 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου