Τα έθιμα της άνοιξης


25η Μαρτίου, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου


Τα παιδιά του χωριού από την παραμονή της γιορτής πήγαιναν στους τσελιγκάδες και έπαιρναν τα μεγάλα κυπριά και τις κουδούνες που έβαζαν στα ζωντανά τους. Διάλεγαν τα μεγαλύτερα για να κάνουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο θόρυβο. Τα περνούσαν σε ένα στρογγυλό και μακρύ ξύλο, τα φορούσαν στο λαιμό ή τα κρατούσαν στο χέρι και περιφέρονταν στους δρόμους. Τα κουνούσαν με δύναμη και τραγουδούσαν:

«Ήρθε η Βαγγελίστρα

τι χαρά μεγάλη

κόψε το κεφάλι

ρίξ’ το στο ποτάμι

να το φαν’ τα τσιροπούλια

και τα μαύρα χελιδόνια.»

Ένα από τα παιδιά κρατούσε ένα καλάθι για να μαζεύει τα κεράσματα. Οι νοικοκυρές έβγαιναν στις πόρτες και τους έδιναν αυγά, ξηρούς καρπούς, καραμέλες και σπάνια χρήματα.

Ο δυνατός θόρυβος ήταν ένας τρόπος να διώξουν τον κακό χειμώνα και να πανηγυρίσουν τον ερχομό της πολυπόθητης άνοιξης.

 

ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

 

Το Σάββατο του Λαζάρου

Την ημέρα αυτή τα παιδιά του χωριού έλεγαν κάλαντα κρατώντας στα χέρια τους τα ‘χελιδόνια’.

Τα ‘χελιδόνια’ ήταν ένα ξύλο που είχε έλικες από χρωματιστά χαρτιά και καθώς τα παιδιά το κουνούσαν πάνω κάτω περιστρέφονταν. Το παιχνίδι αυτό το έφτιαχναν τα παιδιά μόνα τους. Στην κορυφή του ξύλου ΄΄εβαζαν ένα σκαλιστό ξύλινο πουλάκι.

Εκτός από τα ‘χελιδόνια’ ένα παιδί κρατούσε ένα σταυρό στολισμένο με λουλούδια. Ένα άλλο παιδί κρατούσε ένα καλάθι για να μαζεύει τα αυγά που τους έδιναν οι νοικοκυρές.

Τραγουδούσαν τα παρακάτω τραγούδια:

«Σήμερα έρχεται ο Χριστός ο επουράνιος Θεός

και στην πόλη Βηθανία με κλαδών και με βαΐα.

Βγείτε σας παρακαλούμε για να σας διηγηθούμε

Για να μάθετε τι εγίνει σήμερα στην Παλαιστίνη

Μάρθα κλαίει και Μαρία έξω από τη Βηθανία

Λάζαρον τον αδερφό της  και γλυκύ τον καρδιακό της .

Τρεις ημέρες  τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν

Την ημέρα την Τετάρτη κίνησ’ ο χριστός για να ‘ρθει..

Και εβγήκε η Μαρία έξω από τη Βηθανία

Και εμπρός του γονατίζει και τους πόδας του φιλεί.

-Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου, Κύριέ μου και Θεέ μου

δε θα πέθαιν’ ο αδερφός μου και ο φίλος ο δικός σου.

Μα τώρα κι εγώ πιστεύω και καλώς το ηξεύρω.

Τότε ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει:

-Άδη, Τάρταρε και Χάρε και το Λάζαρο θα πάρω.

Δεύρω έξω Λάζαρέ μου φίλε και αγαπητέ μου

Τότε ο Λάζαρος σηκώθη ζωντανός σαβανωμένος

Ζωντανός σαβανωμένος και με τα κεριά ζωσμένος.

-Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη που επήγες;

-Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.

Δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι

Της καρδούλας των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον.»

 

Μετά έλεγαν την ευχή:

«Του χρόνου πάλιν εύχομαι με υγεία να σας βρούμε

στα σπίτια σας χαρούμενοι όλοι να τραγουδούμε!» 

 

Αν το σπίτι είχε μικρό παιδί αγόρι ή κορίτσι έλεγαν αντίστοιχα το τραγουδάκι:

«Ένα μικρό μικρούτσικο μικρό και χαϊδεμένο

η μάνα του το προβοδεί στο δάσκαλο να πάει

κι ο δάσκαλος το καρτερεί μ’ ένα μοσχοκλωνάρι

κλωνάρι μοσχοκλώναρο και μοσχομυρισμένο

-       Παιδί μου πουν’ τα γράμματα, παιδί μου πού είν’ ο νους σου

-       Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ο νους μου πέρα ως πέρα

Πέρα πέρα κι αντίπερα πέρα στις μαυρομάτες.»

 

« Φραγγίτσα δω Φραγγίτσα κει Φραγγίτσα πάει στη βρύση

με το γιορτάνι στο λαιμό με τη λιανή τη μέση

και με το ‘σημοζούναρο χαμπλά χαμπλά ζωσμένη

πό ‘χει το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σαν γαϊτάνι

το πάνω ματοτσίνορο σα ελληνικό δοξάρι.»

 

Η Κυριακή των Βαΐων

Την ημέρα αυτή στην εκκλησία ο παπάς μοιράζει στους πιστούς κλαδιά από δάφνη και οι νοικοκυρές τα φυλάνε στο εικόνισμα. Τα φύλλα αυτά τα χρησιμοποιούσαν βέβαια και στη μαγειρική αλλά και για ξεμάτιασμα ανθρώπων και ζώων. Τα έκαιγαν και πίστευαν ότι ο καπνός διώχνει το κακό.

Την Κυριακή των Βαΐων τρώνε μπακαλιάρο σκορδαλιά ή μπακαλιάρο με κρεμμύδια ή με ρύζι.

Από την ημέρα αυτή έπρεπε να αρχίσουν να φτιάχνουν τη βαφή για τα κόκκινα αυγά που θα έβαφαν τη Μεγάλη Πέμπτη. Στα μπακάλικα του χωριού πουλούσαν ένα ειδικό ξύλο που λεγόταν ‘μπακάμη’ (αιματόξυλο). Το έβαζαν στο νερό να μουλιάσει κι αυτό έβγαζε ένα κόκκινο χρώμα.

 

Η Μεγάλη Πέμπτη

Τη ημέρα αυτή πρώτη και κύρια δουλειά στο σπίτι ήταν το βάψιμο των κόκκινων αυγών με τη ‘μπακάμη’. Με τη μπογιά που περίσσευε έβαφαν την πλάτη ή το κεφάλι των οικόσιτων ζώων. Την υπόλοιπη θα τη χύσουν στο ποτάμι της Αναλήψεως.

Μερικά αυγά τα ζωγράφιζαν με βιτριόλι που προμηθεύονταν από τους καλαντζήδες. Σχεδίαζαν λουλούδια ή έγραφαν Χ.Α. (Χριστός Ανέστη). Τα αυγά αυτά τα έλεγαν ‘περδίκες’ και τα πρόσφεραν οι νονοί στα βαφτιστήρια τους ή οι πεθερές στις νεαρές νύφες και στα αρραβωνιασμένα ζευγάρια μαζί με μια κουλούρα ρουφτένια (από  αλεύρι ρεβιθιού) μ’ ένα αυγό στη μέση.

Πολλές νοικοκυρές από τη Μεγάλη Τετάρτη ή το Μεγάλο Σάββατο έφτιαχναν κουλούρες ρουφτένιες.

Την ημέρα αυτή τα κορίτσια του χωριού πήγαιναν να μαζέψουν αγριολούλουδα, ίτσια, πασχαλούδες και μάραντα για να στολίσουν τον Επιτάφιο.

Τη Μεγάλη Πέμπτη θα βράσουν και τη φασολάδα για την επόμενη μέρα γιατί τη Μεγάλη Παρασκευή δεν επιτρέπεται να κάνουν καμία δουλειά.

Την Μεγάλη Πέμπτη αγόραζαν τις λαμπάδες, μία για κάθε μέλος της οικογένειας και ακόμη δώδεκα για να τις ανάψουν στα εξωκλήσια του χωριού. Σε όσα δεν μπορούσαν να πάνε, έδιναν τις λαμπάδες στους κτήτορες την εκκλησιών.

 

Η Μεγάλη Παρασκευή

Είναι ημέρα μεγάλου πένθους για τη σταύρωση του Χριστού και οι γυναίκες που ξαγρυπνούν στην εκκλησία ψάλουν το ‘Σήμερα μαύρος ουρανός’:

«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα

σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται

σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι

οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρεις καταραμένοι

για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων  Βασιλέα

Κι ο Κύριος ηθέλησε να μπει στο περιβόλι

Να λάβει δείπνο μυστικό για να τον λάβουν όλοι

Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της

Τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της

Φωνή της ήρθε εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα

-Πάψε Κυρά τις προσευχές, πάψε και τις μετάνοιες

το γιο σου τον επιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε

Μες στου  Πιλάτου τα σουβλιά εκεί τον τυρανάνε

Χαλκιά χαλκιά φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία πιρόνια.

Κι αυτός ο παλιοφαραός βαρεί και φτιάνει πέντα.

-Συ φαραέ που τα ‘φτιαξες πρέπει να μας διδάξεις

-Τώρα που με ρωτήσατε, εγώ θα σας διδάξω.

Βάλτε τα δυο στα πόδια του, τα δυο στα λυτροπόδια.

Το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδούλα

Να τρέξει αίμα και νερό, να λιγωθεί η ψυχούλα.

Η Παναγιά σαν τα’ άκουσε, έπεσε και λιγώθει.

Στάμνες νερό της έριχναν, τρία κανάτια μούστο

Και τρία μυροδόσταμα ώσπου να έρθει ο νους της.

Ζητεί μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει.

Ζητά φωτιά για να καεί για το μονογενή της.

-Μάνα μ’ αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιούνται οι μάνες όλες

Μάνα μ’ αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιούνται οι μάνες όλες

Μάνα μου αν καείς εσύ , καίγονται οι μάνες όλες

Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή κι η μάνα του Λαζάρου

Κι η αδερφή του Ιακώβ οι τέσσερις αντάμα.

Κίνησαν το στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι

Το μονοπάτι τ’ς  έβγαλε μες στου ληστού την πόρτα

-Ανοίξτε πόρτες του ληστού και πόρτες του Πιλάτου.

Κι οι πόρτες απ’ το φόβο τους άνοιξαν μοναχές τους

Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δε γνωρίζει

Τηράει και δεξιότερα, βλέπει τον Άγιο Γιάννη

-Άϊ-Γιάννη μου και Πρόδρομε και βαφτιστή του γιου μου

μην είδες τον ιγιόκα μου και το διδάσκαλό σου;

-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω

δεν έχω χέρι πάλαμο για να σου τον εδείξω

μον’ τήρα κείνον τον γυμνό τον παραπονεμένο

όπου φοράει πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο

όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι.

-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;

-Τι να πω μανούλα μου, τι διάφορο δεν έχεις

μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσονύχτι

όταν λαλήσει ο πετεινός, σημάνουν οι καμπάνες.

Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια

Σημαίνει κι η Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι

Όποιος το λέγει σώζεται κι όποιος τα’ ακούει αγιάζει

Κι όποιος το καλοαφκράζεται, παράδεισο θα λάβει

Παράδεισο κι αϊ-λίβανο από τον άγιο Τάφο.»

 

Το παρακάτω τραγούδι το έλεγαν όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα αλλά και το Σάββατο του Λαζάρου με τα ‘χελιδόνια’.:

«Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο

εκεί δέντρος δεν ήτανε, δέντρος εφανερώθη.

Ο δέντρος ήταν ο Χριστός κι η ρίζα η Παναγία

Κι αυτά τα μοσχοκλώναρα ήταν οι μαθητές του

Κι αυτά τα φύλλα πο’ πεφταν ήταν οι μάρτυρές του

Που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα πάθη

-Χριστέ μου ποιος σε σταύρωσε; Οι άνομοι Εβραίοι.

Οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι.»

 

Το παρακάτω τραγούδι το τραγουδούσαν οι κοπέλες όταν έβγαινε το φεγγάρι της Πασχαλιάς. Κρατούσαν στο χέρι τους ένα αντικείμενο χρυσό ή ασημένιο και περίμεναν το βράδυ πότε θα σκάσει στον ορίζοντα το λαμπρό φεγγάρι. Και μόλις ξεπρόβαλε πίσω από τις βουνοκορφές του Σμόλικα άρχιζαν το χορό τραγουδώντας το τραγουδάκι:

«Νιο φεγγάρι, νιο παλικάρι

νιο σπυρί μαργαριτάρι

τα τσιαμπάδια (μαλλιά) ως το ζ’νάρι

κι η σακούλα του γιομάτη

λίρες, λίρες, λίρες, νομ (δωσ’ μου) κι εμένα λίρες

λίρες, λίρες, λίρες.»

 

 

 

Το Μεγάλο Σάββατο

Στα σπίτια ετοίμαζαν τον οβελία και τη μαγειρίτσα. Η πεθερά, αν είχε αρραβωνιασμένο γιο,  έπαιρνε μια λαμπάδα στολισμένη με φιόγκο, μια κουλούρα ρουφτένια (από αλεύρι ρεβιθιού), ένα κόκκινο αυγό και πήγαινε να τα προσφέρει στην αρραβωνιαστικιά του γιου της.

 

 

 

Η Ανάσταση

Στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας η καμπάνα για τη γιορτή της Ανάστασης χτυπούσε στις 2 τα μεσάνυχτα για να μπορούν να έρθουν κρυφά στα σπίτια και να γιορτάσουν μαζί με τις οικογένειές τους και οι Κλέφτες που ζούσαν στα βουνά έξω από το χωριό.

Όταν μετά την εκκλησία γύριζαν στο σπίτι έτρωγαν τη μαγειρίτσα. Την άλλη μέρα πήγαιναν πάλι στην εκκλησία για να γιορτάσουν τη Δεύτερη Ανάσταση. Μετά το τέλος της λειτουργίας οι γυνάικες χόρευαν στην πλατεία της εκκλησίας το τραγούδι ‘Σήμερα Δέσπω μ’ Πασχαλιά’. Το χόρευαν τραγουδώντας χωρίς τη συνοδεία οργάνων.

 

«Ορέ σήμερα Δέσπω μ’ Πασχαλιά

κι αύριο είναι πανηγύρι, μα το Χριστός Ανέστη

κι αύριο είναι πανηγύρι μα το Αληθώς Ανέστη

ορέ ‘ν’ όλες οι νύφες στο χορό

κι όλες οι μαυρομάτες μα το Χριστός Ανέστη

κι όλες μαυρομάτες μα το Αληθώς Ανέστη

 

Ορέ κι εσύ Δέσπω μ’ δε φαίνεσαι

Μες στο χορό να σέρνεις μα το Χριστός Ανέστη

Μες στο  χορό να σέρνεις μα το Αληθώς Ανέστη

 

Ορέ μάνα μου κλαίει το παιδί

Μάνα μου δε μ’ αφήνει, μα το Χριστός Ανέστη

Μάνα μου δε μ’ αφήνει, μα το Αληθώς Ανέστη.

 

Ορ’ε Δέσπω μ’ δώσ’  του ένα αυγό

Να παίξει να ξεχάσει, μα το Χριστός Ανέστη

Να παίξει να ξεχάσει, μα τ’ Αληθώς Ανέστη.»

 

Το παραδοσιακό αρνί το έψηναν συνήθως στον πέτρινο φούρνο του σπιτιού γιατί οι καιρικές συνθήκες δεν επέτρεπαν το ψήσιμο στη σούβλα. Το τραπέζι βέβαια ήταν πολύ πλούσιο για τη μέρα αυτή με τα δεδομένα της εποχής φυσικά.

Τη Δευτέρα μετά την Ανάσταση τσούγκριζαν τα κόκκινα αυγά και πήγαιναν επισκέψεις στους εορτάζοντες.

Κάθε μέρα την εβδομάδα της Διακαινησίμου λειτουργούσαν, όπως και σήμερα βέβαια, όλα τα εξωκλήσια του χωριού με τη σειρά.

Τη Δευτέρα πήγαιναν στον Αϊ-Γιώργη αν ήταν η γιορτή του, την Τρίτη στον Άγιο Νικόλαο, την Τετάρτη στον Άϊ-Δημήτρη, Την Πέμπτη στην Αγία Βαρβάρα, την Παρασκευή  Στην Αγία Παρασκευή. Την  Πρωτομαγιά πήγαιναν στον Άϊ-Λια και στον Άγιο Αθανάσιο πήγαιναν στις 2 Μαΐου. Την Πρωτομαγιά, γιορτή της φύσης, στόλιζαν τις μπούκλες (ξύλινα παγούρια) με λουλούδια, έδεναν στη μέση μια χλιδρονιά (αναρριχητικό φυτό), στο κεφάλι έβαζαν ένα στεφάνι από λουλούδια.

Την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου έπρεπε να κανονίσουν σε ποιον τσομπάνο θα δώσουν τα οικόσιτα ζώα τους, γίδια ή πρόβατα, για να τα ξεκαλοκαιριάσει στο βουνό. Η διάρκεια της συμφωνίας έληγε την ημέρα της γιορτής του Αγίου Δημητρίου στις 26 Οκτωβρίου. Περισσότερα για τα έθιμα που αναφέρονται στην κτηνοτροφική ζωή των κατοίκων θα μιλήσουμε σε ξεχωριστή  ενότητα.

 

Του Αγίου Κωνσταντίνου

Την  ημέρα αυτή οι τσοπαναραίοι συγκέντρωναν τα οικόσιτα ζώα και τα έβγαζαν έξω στα βουνά του χωριού για να ξεκαλοκαιριάσουν μέχρι τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου οπότε θα τα έφερναν πίσω στο χωριό γιατί το χειμώνα τα κρατούσαν στα σπίτια τους οι ιδιοκτήτες.

Το κοπάδι το συνόδευαν οι γυναίκες μέχρι την άκρη του χωριού και γυρίζοντας πίσω έκοβαν ένα κλαδί κρανιάς και λίγο χορτάρι κι αυτά τα τρύπωναν στον τοίχο δίπλα στην αυλόπορτα του σπιτιού. Αυτό το έκαναν κάθε φορά που ξεπροβοδούσαν τους άντρες τους για να πάνε ταξίδι στα ‘ξένα’ για να ασκήσουν τη μαστορική. Τότε όμως έκοβαν μόνο κλαδί κρανιάς. Έτσι έμεινα η φράση ‘Θα κόψουμε κρανιά και για σένα’.

 

Της Αναλήψεως

Την ημέρα αυτή οι γυναίκες πήγαιναν στο ποτάμι παίρνοντας μαζί τους και τα μικρότερα παιδιά. Στο νερό του ποταμού έχυναν τη μπογιά που είχαν βάψει τα αυγά κι έπειτα έλουζαν το κεφάλι κι έπλεναν τα πόδια τους.

 

Της Πεντηκοστής – Τα ‘Ρουσάλια’

Το Σάββατο της Πεντηκοστής σε κάθε σπίτι οι νοικοκυρές ΄φτιάχνουν πίτες και τις πάνε στην εκκλησία για να τις προσφέρουν στις ψυχές των νεκρών. Πιστεύουν ότι από την Μεγάλη Πέμπτη οι ψυχές των αγαπημένων προσώπων που έχουν πεθάνει κατεβαίνουν στη γη, καθώς κι ο Χριστός με την Ανάστασή του νίκησε το θάνατο, μέχρι που ξαναφεύγουν την ημέρα της Πεντηκοστής.

Οι πίτες είναι συνήθως κλωστές (στριφτές) με τυρί ή γλυκές με καρύδια και ζάχαρη. Τις πάνε νωρίς νωρίς στην εκκλησία με μια λαμπάδα κι ένα πανέρι με τριαντάφυλλα. Μετά τη λειτουργία τις μοιράζουν στον κόσμο για να τις φάνε και να συγχωρέσουν τους νεκρούς για να επιστρέψουν ευχαριστημένοι  στον ουρανό. Την εκκλησία πρέπει να αφήσουν και τις λαμπάδες που δεν είχαν καεί την Ανάσταση.

Το έθιμο αυτό το λένε ‘ρουσάλια’ και ίσως να προέρχεται από το λατινικό rosa που σημαίνει τριαντάφυλλο.

Την Τρίτη, μετά τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος, θα γίνει λειτουργία στο εξωκλήσι της Αγίας Τριάδας.

 

Η Πιρπιρούνα

Το έθιμο αυτό γινόταν για να προκαλέσουν τη φύση να φέρει βροχή και γινόταν συνήθως Μάιο ή Ιούνιο όταν η βροχή ήταν απαραίτητη για να φυτρώσουν οι καλλιέργειες. Είναι ένα έθιμο με καταγωγή από την εποχή της ειδωλολατρίας.

Οι γυναίκες του χωριού μάζευαν από το ποτάμι φύλλα από ‘παρπαντίλες’, είναι πλατιά φύλλα από ένα υδρόφιλο ποώδες φυτό και μ’ αυτά έντυναν ένα κορίτσι ορφανό από πατέρα και το έκαναν πιρπιρούνα.

Το τύλιγαν με τα φύλλα από κάτω προς τα πάνω σαν τα λέπια του ψαριού ώστε να μην το βρέξουν όταν θα έριχναν νερό πάνω του. Το κάλυπταν μέχρι και το κεφάλι αφήνοντας μόνο δυο τρύπες στα μάτια για να βλέπει.

Στη συνέχεια έπαιρναν την πιρπιρούνα και τη γύριζαν στα σπίτια του χωριού τραγουδώντας:

«Πιρπιρούνα περπατούσε

το θεό παρακαλούσε

-Κύργιέ μ’ βρέξε μια δροσούλα

για τα στάρια τα κριθάρια

 για τα στάρια τα κριθάρια

για τις όμορφες τις βρύζες.

 

Και αλλάζοντας το ρυθμό, συνέχιζαν:

«Τι ‘ναι κείνο πο’ ‘ρχεται

-Σύννεφο με τη βροχή

σύννεφο με τη βροχή

μπάρες μπάρες το νερό

μπάρες μπάρες το νερό

λίμνες λίμνες το κρασί.»

Η κάθε νοικοκυρά έβγαινε μ’ ένα τσουκάλι και το έριχνε πάνω στην πιρπιρούνα με την ευχή να βρέξει. Ό,τι μάζευαν από τα σπίτια τα έδιναν στην κοπέλα για αμοιβή. Πολλές μαρτυρίες αναφέρουν ότι μετά την πιρπιρούνα έβρεχε και οι κάτοικοι ήταν ευτυχισμένοι.

 

Αφήγηση: Μαριάνθη Βάϊλα,  Ανδρ. Κ. Γελαδάρη

Συγγραφή: Δημήτρης Τέλλης

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου