Η βουβή (Κερασοβίτικο παραμύθι)

 

Η ΒΟΥΒΗ

(Κερασοβίτικο παραμύθι)

 

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα χωριό ήσυχο και οι κάτοικοι ήταν όλοι  αγαπημένοι συναμεταξύ τους. Πήγαιναν μαζί στην πόλη να κάνουν τα ψώνια και αφού έβλεπαν όλον τον κόσμο, γύριζαν στο χωριό τους.

Στην πόλη ήταν κι ο βασιλιάς. Περνούσαν όλοι απ’ έξω από το παλάτι και θαύμαζαν τους κήπους, τα ζώα, τα πουλιά, τα πετεινάρια και τα ορνίθια του.

Το βασιλόπουλο είχε συνήθεια να πηγαίνει με τ’ άλογο καβάλα για κυνήγι στο βουνό. Περνούσε κι απ’ το χωριό της Βουβής. Μια μέρα είδε στην κρεβάτα  (μπαλκόνι κλειστό που χρησιμοποιούνταν και για καθιστικό), μια πολύ όμορφη κοπέλα να κεντάει. Το βασιλόπουλο θαμπώθηκε από την ομορφάδα της και ήθελε να την κάνει γυναίκα του. Μόλις γύρισε στο παλάτι, ανακοίνωσε στον πατέρα του ότι βρήκε την κοπέλα της ζωής του και ότι θέλει να την παντρευτεί. Ο βασιλιάς όμως είχε αντιρρήσεις γιατί η κοπέλα ήταν φτωχιά και παρακατιανή.  Το βασιλόπουλο τότε κλείστηκε στο δωμάτιό του και δεν έβγαινε καθόλου έξω. Έμεινε κλεισμένο μέσα, μαραμένο, χωρίς να μιλάει σε κανέναν. Τι να κάνει κι ο βασιλιάς για να μην χάσει το γιο του από τον καημό και το μαράζι, έστειλε τους ανθρώπους του στο σπίτι της όμορφης κοπέλας για να τη ζητήσουν.  Έλα όμως που ούτε η κοπέλα ήθελε το βασιλόπουλο για άντρα ούτε κι ο πατέρας να τον κάνει γαμπρό!

Τι να κάνει τώρα το βασιλόπουλο; Χωρίς να το πολυσκεφτεί, ένα βράδυ παίρνει μερικούς έμπιστους αυλικούς και πάει να κλέψει την κοπέλα. Τη βρήκε να κοιμάται. Την αρπάζει όπως ήταν κοιμισμένη και την πάει στο παλάτι. Την ακούμπησε απαλά στο κρεβάτι και την σκέπασε με μεταξωτά σεντόνια. Εκείνη συνέχισε να κοιμάται ενώ το βασιλόπουλο καμάρωνε την ομορφάδα της. Έμεινε να την κοιτάει μέχρι να ξυπνήσει.

Όταν κάποια στιγμή ξύπνησε, άκουσε τα πετεινάρια να λαλούν και λέει: «Μπα, σαν στ’ γάιδαρου, τ’ γόμαρου τ’  βασιλιά το παλάτι λαλούν τα πετεινάρια». Δεν είχε καταλάβει ακόμα πού βρίσκονταν.

Το βασιλόπουλο που την άκουσε, της απάντησε: «Σαν εκεί που είσαι, γομάρα».

Τότε πήρε χαμπάρι η κοπέλα ότι βρίσκονταν στο παλάτι του βασιλιά. Πετάχτηκε πάνω ντροπιασμένη και μαζεύτηκε σε μια γωνιά με το κεφάλι σκυμμένο. Από τότε έχασε τη φωνή της κι έμεινε βουβή. Το βασιλόπουλο την παρακάλεσε να μιλήσει, της ζήτησε να τον συγχωρέσει αλλά η κοπέλα τίποτα. Είχε γίνει βουβή. Κι από τότε της έμεινε το όνομα «Βουβή κι ανάλαλη».

Το βασιλόπουλο όσο κι αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να την κάνει να μιλήσει. Αναγκάστηκε να παντρευτεί άλλη γυναίκα για να αφήσει κι αυτός με τη σειρά του διάδοχο. Αυτή η γυναίκα που πήρε όμως δεν ήταν τόσο όμορφη όσο η Βουβή αλλά ήταν και γλωσσού.  Όπου στέκονταν έλεγε ότι αυτή ήταν άξια να γίνει βασίλισσα και όχι η Βουβή.

Κάποια στιγμή άρχισαν οι προετοιμασίες για το γάμο. Να στολίσουν το παλάτι, να καλέσουν τον κόσμο. Μέσα στους καλεσμένους ήταν και η Βουβή.

Όλοι μαζεύτηκαν στην εκκλησία κι ο παπάς  άρχισε το μυστήριο. Η Βουβή άναψε το κεράκι της και κάθισε σε μια γωνιά και παρακολουθούσε το γάμο.

Οι νύφες, όπως συνηθίζονταν τότε, είχαν το πρόσωπο σκεπασμένο με τη σκέπη και δεν επιτρέπονταν να μιλήσουν από σεβασμό στο μυστήριο και στο γαμπρό. Στην εκκλησία επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Το κεράκι της Βουβής είχε καεί μέχρι τον πάτο αλλά αυτή δεν το έσβηνε. Ο κόσμος ψιθύριζε «Θα καεί η Βουβή, θα καεί» αλλά εκείνη πάλι δεν το έσβηνε. Όλοι τώρα κοιτούσαν με αγωνία τι θα κάνει η Βουβή. Τότε φώναξε κι η νύφη «Θα καεί η Βουβή, θα καεί!». Ξαφνιάστηκαν όλοι με την απρέπεια της νύφης. Μέσα στην αναστάτωση ακούστηκε η φωνή της Βουβής: «Εγώ έκανα πέντε χρόνια να μιλήσω γιατί πρόσβαλα το βασιλιά κι εσύ νύφη με τη σκέπη στο πρόσωπο δεν μπόρεσες να κρατηθείς; Που καρακάξα να γίνεις κι απ’ το παραθύρι να πετάξεις!» Κι αμέσως στη στιγμή η νύφη έγινε πουλί και πέταξε απ’ το παραθύρι έξω και χάθηκε στον ουρανό.

Ο βασιλιάς τότε παίρνει τη Βουβή απ’ το χέρι και την παντρεύτηκε και την έκανε βασίλισσα. Τα γλέντια κι οι χαρές κράτησαν πολλές μέρες σ’ όλο το βασίλειο. Έκαναν πολλά παιδιά και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Ήμουνα κι εγώ εκεί, χόρεψα κι έφαγα πολύ αλλά, όσο σουβλίζεται η φακή, τόσο… ήμουν κι εγώ εκεί!

 

                                                                                

Σημείωση:  Παραμύθι από τη μπάμπω μου Πανάγιω δηλαδή Μκόλαινα Γαλάνη όπως τα θυμάμαι εγώ η Μαριάνθη κόρη Σπύρου Γαλάνη και της Αρετής, χήρα Κώστα Τηλέμαχου Βάιλα.

 

                                                                                                    Δημήτρης Τέλλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου