Ο κύκλος της ζωής των κτηνοτρόφων

 

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΩΝ ΤΑ ΠΑΛΙΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ

 

Τα οικόσιτα ζώα


Τα χρόνια, πριν τη μεγάλη εσωτερική μετανάστευση, δηλαδή πριν τη δεκαετία του 1970, όταν τα χωριά έσφυζαν από ζωή, οι κάτοικοί τους έτρεφαν όλοι στα σπίτια τους ζωντανά για τις ανάγκες των πολυμελών οικογενειών τους.

Τα ζώα που έτρεφαν συνήθως ήταν 10 με 15 γιδοπρόβατα, μια αγελάδα, ένα με δυο ζώα μεταφοράς (μουλάρια, γαϊδούρια ή άλογα), γουρούνι και φυσικά κότες. Κατά τους  χειμερινούς μήνες τα στέγαζαν σε καλύβες που βρίσκονταν δίπλα στην αυλή του σπιτιού ή σε χωράφια κοντά στο χωριό. Οι καλύβες αυτές λειτουργούσαν και σαν αποθηκευτικοί χώροι για τις ζωοτροφές που είχαν μαζέψει οι νοικοκυραίοι από το καλοκαίρι και το φθινόπωρο.

Τα ζώα αυτά το καλοκαίρι τα αναλάμβανε ένας βοσκός, ο μπαρβατσιάρης, για να τα ξεκαλοκαιριάσει. Η αρχή της περιόδου ήταν η γιορτή του Αγίου Δημητρίου. Τότε έκαναν συμφωνία ο βοσκός και οι ιδιοκτήτες των ζωντανών για το μίσθωμα, τη ρόγα. Η ρόγα παλιότερα δίνονταν σε είδος όπως σιτάρι ή καλαμπόκι. Αργότερα γινόταν με χρήματα. Η συμφωνία μπορούσε άλλες φορές να γίνει και στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου. Ο τσομπάνος περνούσε κάθε πρωί με το κοπάδι του από τις γειτονιές και σφύριζε. Όποιος είχε συμφωνήσει μαζί του, άνοιγε την αυλόπορτα και του παρέδινε τα ζώα. 

 

Το ‘αμπάριασμα’ των ζωοτροφών


Η περισυλλογή και η αποθήκευση των ζωοτροφών ήταν μια από τις κύριες ασχολίες των κατοίκων καθώς χρειάζονταν μεγάλες ποσότητες γιατί ο χειμώνας στο ορεινό χωριό μας είναι βαρύς και διαρκεί πολλούς μήνες.

Στις 10  Ιουλίου κάθε χρόνο ‘αμολούσαν’ το χορτάρι στον Κάμπο. Την ημέρα αυτή, το χάραμα, χτυπούσαν την καμπάνα της κεντρικής εκκλησίας για να δώσουν το σύνθημα ότι οι κάτοικοι είναι ελεύθεροι να πάνε στην τοποθεσία Κάμπος για να θερίσουν χορτάρι για τα ζωντανά τους.

Από τα χωράφια τους μάζευαν το καλαμπόκι και για να ξεραθούν οι ρόκες τις κρεμούσαν στο κατώι. Τα δε καλάμια, τα ‘σίτσια’, τα κρατούσαν κι αυτά για ζωοτροφή. Βασικός κανόνας της οικιακής οικονομίας της εποχής ήταν να μην πετάνε τίποτα. Όλα είχαν τη χρησιμότητά τους. Το καλαμπόκι από τις ρόκες το ξεσπύριζαν στα ‘νυχτέρια’, όταν συγκεντρώνονταν πολλές παρέες μαζί σε κάποιο σπίτι για να περάσουν τις μακριές νύχτες του χειμώνα.Το ίδιο έκαναν και με το σιτάρι, τη βρώμη και το κριθάρι. Μετά το θερισμό και το αλώνισμα αποθήκευαν τον καρπό στα αμπάρια και τα άχυρα στις καλύβες για ζωοτροφή. Όταν τελείωναν με αυτές τις εργασίες, στις αρχές του φθινοπώρου, πήγαιναν να κόψουν ‘κλαδί’. Έκοβαν κλαδιά από βελανιδιές ή από οξιές και αφού τα αποξέραιναν, τα αποθήκευαν κι αυτά για ζωοτροφή.


Οι καλοκαιρινοί μήνες

Του Αγίου Κωνσταντίνου ο βοσκός συγκέντρωνε όλα τα οικόσιτα ζώα του χωριού και τα έβγαζε στο βουνό για να τα ξεκαλοκαιριάσει.

Σε κάποια τοποθεσία που έκρινε κατάλληλη έφτιαχνε το μαντρί. Η περίφραξη γινόταν με κλαδιά αλλά η ‘ποριά’, το μέρος που θα περνούσαν ένα ένα για να τα αρμέξει το έφτιαχναν με πέτρες. Κάθε δυο μήνες περίπου άλλαζε τοποθεσία για να βρει νέο βοσκότοπο. Αυτό γινόταν μέχρι του Αγίου Δημητρίου οπότε έφερνε τα ζώα στο χωριό για  να τα παραδώσει στους ιδιοκτήτες. Τις καλές μέρες του χειμώνα τα έβγαζε για βοσκή κοντά στο χωριό.

Προς τα τέλη Μαΐου, αρχές Ιουνίου γινόταν το κούρεμα των αιγοπροβάτων.

 

Το γαλομέτρημα

Ο βοσκός ήταν υποχρεωμένος να δώσει στον ιδιοκτήτη το γάλα που του αναλογούσε κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Για να υπολογίσει πόσο θα δώσει στον καθένα, τους καλούσε μια μέρα της άνοιξης όλους να πάνε στο μαντρί κάπου έξω από το χωριό. Ο καθένας άρμεγε τα δικά του ζώα. Ο βοσκός μετρούσε με την οκά πόσο γάλα έβγαλαν τα ζώα του. Για κάθε μία οκά ο βοσκός έπρεπε να δώσει στον ιδιοκτήτη όλη τη σεζόν 4 καρδάρια γάλα.

Η άγραφη συμφωνία βοσκού και ιδιοκτήτη περιελάμβανε και την υποχρέωση της νοικοκυράς, όταν ήταν η σειρά της να πάει να πάρει το γάλα της, να πηγαίνει και φαγητό στον βοσκό.   Αν συνέβαινε και κάποιο αγρίμι, λύκος ή αρκούδα έτρωγε κάποιο ζώο, ο βοσκός ήταν υποχρεωμένος να δείξει στον ιδιοκτήτη του τα υπολείμματα.

Το γάλα που έπαιρναν οι νοικοκυρές το έκαναν τυρί φέτα ή βούτυρο.  Για να φτιάξουν το βούτυρο άφηναν το γάλα λίγες μέρες να ξινίσει και μετά το χτυπούσαν για να βγει το βούτυρο.

Για να ξεχωρίσουν τα δικά τους ζώα, έκοβαν την άκρη του αυτιού με κάποιο χαρακτηριστικό σχήμα ή τα έβαφαν με μπογιά.

 Τα σκεύη και τα εργαλεία του βοσκού

Κάθε βοσκός έπρεπε να έχει στο μαντρί του το καρδάρι για να αρμέγει το γάλα, την οκά για το γαλομέτρημα, την κάπα, την κλίτσα, ένα τσεκούρι και ένα κακάβι για το μαγείρεμα. Συνήθως είχαν δυο κάπες. Μια μικρή για να την παίρνουν μαζί τους και μια μεγαλύτερη για να κοιμούνται το βράδυ στο μαντρί.

Τις κάπες τις έφτιαχνα από το μαλλί των προβάτων ή των γιδιών. Ήθελε μεγάλη μαστοριά στο ράψιμο για να

είναι αδιάβροχη. Πολύ καλοί ραφτάδες υπήρχαν στη Φούρκα. Το χρώμα της γινόταν με φυσική βαφή από φλούδες καρυδιών.

Για να μπορέσει ο τσομπάνος να συγκεντρώσει και να κατευθύνει το κοπάδι χρησιμοποιούσε τα κουδούνια και τα κυπριά. Τα μεγαλύτερα και τα πιο ηχηρά τα έβαζαν σε ευνουχισμένα αρσενικά ζώα, τα γκεσέμια.

Αρρώστιες των ζώων και θεραπεία

Όταν τα ζώα τους αρρώσταιναν, τα φρόντιζαν με φάρμακα που έπαιρναν από βότανα. Στις πληγές έβαζαν κατράμι. Αν κάποιο ζώο το τσιμπούσε φίδι, του έκαναν παρακέντηση για να βγει το δηλητήριο.

Τα ζώα που προόριζαν για αρχηγούς του κοπαδιού, τα ευνούχιζαν. Αυτό γινόταν ή με εγχείριση αφαιρώντας τους όρχεις του ή με ‘τσιοκάλισμα’, δηλαδή νέκρωναν το νεύρο των όρχεων χτυπώντας το με ένα σφυρί.

Η εκμετάλλευση των κτηνοτροφικών προϊόντων

Όπως είπαμε και παραπάνω, με το γάλα παρασκεύαζαν τυρί ή βούτυρο, το οποίο αφού το αλάτιζαν το αποθήκευαν σε ασκιά παλιότερα και σε βαρέλια ξύλινα αργότερα.

Μικρά ζώα έσφαζαν για το κρέας τους μόνο στις γιορτές. Τα μεγάλα ζώα τα έσφαζαν κυρίως το φθινόπωρο και το κρέας τους το αποθήκευαν σε βαρέλια με αλατόνερο, αυτός ήταν ο παστρουμάς.

Το μαλλί το επεξεργάζονταν και αποτελούσε την πρώτη ύλη για τα υφαντά τους. Η επεξεργασία του μαλλιού περιλάμβανε τα εξής στάδια: κούρεμα των προβάτων, πλύσιμο και στέγνωμα του μαλλιού, ξάσιμο, λανάρισμα, γνέσιμο και βαφή.

Κούρεμα των προβάτων: Γινόταν συνήθως στο τέλος Μαΐου με αρχές Ιουνίου, όταν το μαλλί έχει το μεγαλύτερο μήκος και πριν αρχίσει να πέφτει.

Πλύσιμο και στέγνωμα του μαλλιού: Το κομμένο μαλλί πλενόταν καλά με νερό και το άφηναν  να στεγνώσει μακριά από τον ήλιο, για να μην κιτρινίσει. Κρατούσαν το πρώτο νερό για να το χρησιμοποιήσουν στη βαφή.

Ξάσιμο: Με τα χέρια άνοιγαν σιγά-σιγά το στεγνό μαλλί, για να γίνει απαλό, και παράλληλα αφαιρούσαν ξένα σώματα (αγκάθια, ξυλαράκια, κολλιτσίδες).

Λανάρισμα: Απαραίτητο εργαλείο ήταν η λανάρα. Τοποθετούσαν τούφες μαλλί στη λανάρα, ανάμεσα σε δυο σανίδια με πυκνά σύρματα ή καρφιά στην επιφάνειά τους. Με το ένα σανίδι ‘χτένιζαν’ το μαλλί πάνω στο άλλο σανίδι, για να ξεμπλεχτούν οι ίνες. Το λαναρισμένο μαλλί το τύλιγαν σε μικρές μπάλες, τις λεγόμενες τουλούπες.


Γνέσιμο: Με το γνέσιμο το μαλλί γινόταν νήμα. Απαραίτητα εργαλεία η ρόκα, το αδράχτι,  η ανέμη και το τσικρίκι. Η γυναίκα στερέωνε την τουλούπα μαλλιού πάνω στη ρόκα. Μετά τραβούσε και έστριβε με τα δάχτυλα μερικές ίνες μαλλί μέχρι αυτό να γίνει νήμα. Έδενε την άκρη του νήματος πάνω στο αδράχτι και στη συνέχεια στριφογύριζε το αδράχτι, ώσπου να τελειώσει το μαλλί από τη ρόκα. Το μαλλί από το αδράχτι μεταφερόταν στο τσικρίκι και τυλιγόταν στα μασούρια. Ήταν πια έτοιμο για ύφανση στον αργαλειό.

Βαφή: Σε καζάνι, στη νεροτριβή,  έβραζαν το πρώτο νερό από το στάδιο του πλυσίματος μαζί με φυτικές ίνες, ανάλογα με το χρώμα που ήθελαν να δώσουν:, καφέ από φλούδα χλωρών καρυδιών, κόκκινο από ριζάρι, μπλε από λουλάκι. Στη συνέχεια έβαζαν τα νήματα στο καζάνι, για να βαφούν.


Αργαλειός: Ήταν το εργαλείο της υφάντρας. O αργαλειός χρησίμευε για την ύφανση των νημάτων. Στον αργαλειό οι γυναίκες ύφαιναν όχι μόνο ρούχα αλλά και χαλιά, στρωσίδια και βελέντζες.

Στα παλιότερα χρόνια χρησιμοποιούσαν τα δέρματα για να φτιάχνουν ασκιά για την αποθήκευση τυροκομικών προϊόντων ή λαδιού.  Το δέρμα του γουρουνιού το χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή αυτοσχέδιων παπουτσιών, των γουρουνοτσάρουχων.  Τα παιδιά έπαιρναν την ουρήθρα του γουρουνιού και την έκανα μπάλα για να παίξουν.

Τις αγελάδες και τα βόδια τα χρησιμοποιούσαν για το όργωμα των χωραφιών. Τα ζώα αυτά το καλοκαίρι τα αναλάμβανε άλλος βοσκός για να τα ξεκαλοκαιριάσει στα γύρω βουνά του χωριού.

 

 

Οι τσελιγκάδες

Τσελιγκάδες χαρακτηρίζονταν αυτοί που είχαν μεγάλα κοπάδια συνήθως με πρόβατα αλλά και γίδια  και άλογα. Τσελιγκάδες του χωριού ήταν οι Ζηκαίοι και οι Βλιωραίοι. Τα κοπάδια τους αριθμούσαν κάποιες χιλιάδες ζώων.

Ζούσαν ζωή νομαδική. Το χειμώνα πήγαιναν στα χειμαδιά, για να ξεχειμωνιάσουν. Συνήθως πήγαιναν στα πεδινά μέρη της Θεσπρωτίας και το καλοκαίρι τα ανέβαζαν στο Σμόλικα. Το τσελιγκάτο ήταν ολόκληρη επιχείρηση και απασχολούσαν αρκετό προσωπικό. Αυτί εκτός από φέτα, παρασκεύαζαν και κεφαλοτύρι.

 

Γενικά

Η κτηνοτροφία ήταν πραγματική πηγή ζωής εκείνες τις εποχές. Στα δύσκολα χρόνια των πολέμων και της φτώχειας έσωσε τον πληθυσμό από την πείνα και την εξαθλίωση. Τα ζώα σε κάθε οικογένεια ήταν ίσης αξίας με τα παιδιά όσο κι αν αυτό ακούγεται υπερβολικό. Στενοχωριούνταν όταν δεν πήγαιναν καλά και ένιωθαν ασφάλεια όταν πρόκοβαν. Με το αγίασμα στη γιορτή των Φώτων πρώτα ράντιζαν τα ζώα και μετά τα μέλη της οικογένειας.

 

                                                                                                Δημήτρης Τέλλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου