Πώς απελευθερώθηκε η Κόνιτσα και η επαρχία από τον τουρκικό ζυγό

           ΠΩΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΘΗΚΕ Η ΚΟΝΙΤΣΑ ΚΑΙ Η ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΖΥΓΟ

(Αναδημοσίευση στο περιοδικό  ΚΟΝΙΤΣΑ τ. 226 από το βιβλίο του Αν. Ευθυμίου : «ΚΟΝΙΤΣΑ, 100 Χρόνια Ελευθερίας 24/2/1913»

 

Η Κόνιτσα, λόγω της γεωγραφικής της θέσεως και της γειτνιάσεώς της  με την Βόρειο Ήπειρο, τη φοβερή αυτή αιμοδότρα του τουρκικού στρατού, απελευθερώθηκε σχεδόν τελευταία απ’ όλες τις άλλες πόλεις της Ηπείρου, κατά την 24η Φεβρουαρίου 1913. Για να ελευθερωθεί όμως, προηγήθησαν  αρκετοί αγώνες, τους οποίους διεξήγαγαν τόσον ο ελληνικός στρατός και τα ανταρτικά σώματα, όσον και οι κάτοικοι των γύρω χωριών και υπέφερε όχι ολίγα και η ίδια η πόλη από τα στίφη των εχθρών που την κατέκλυσαν.

Μετά την τελευταία ήττα του στην Κορυτσά (6-12-1913), εδώ στην Κόνιτσα κατέφυγε τελικώς ο περιβόητος Τζαβήτ Πασιάς με τα υπολείμματα του στρατού του, δύο χιλιάδες περίπου ελεεινών και πειναλέων στρατιωτών, τους οποίους εγκατέστησε μέσα στην πόλη. Τοποθέτησε και 3-4 κανόνια που διέθετε ακόμη κάτω από την πλατεία και εν συνεχεία άρχισε να απειλεί και να εκβιάζει τους κατοίκους και, ιδίως τους χριστιανούς, να του φέρουν τρόφιμα.

Εδώ κατέφυγε επίσης  και εγκατέστησε την έδρα του και ο τρομερός και απαίσιος Μπεκήρ αγάς, αφού κατελήφθησαν τα Γρεβενά, που ήταν ιδιαίτερη πατρίδα του,  και όλη η Μακεδονία από τον ελληνικό στρατό και απ’ εδώ εξορμούσε και κατέστρεφε τα χωριά της Ηπείρου, και κυρίως του Ζαγορίου, λεηλατώντας, σφάζοντας, καίγοντας και μη σεβόμενος ούτε τους ιερούς ναούς και τα ιερά άμφια, σκεύη και εικόνες.

Έδρευαν τότε στην Κόνιτσα και ο περίφημος  Μουχτάραγας ή Μουχτάρ-μπέης Σεβράνης, ο παλιός διώκτης των Λεωνίδα και Νταβέλη με 250-300, ο Μπίμπασης Αχμέτ βέης και το τάγμα του, καθώς και οι Κυρήμ,  Ιζέτ και Τζαφέρ Τσιαούσηδες  με τα αποσπάσματά των.  Όλος αυτός ο τουρκικός στρατός, που έφτανε ή  ξεπερνούσε τις τέσσερις χιλιάδες, τρεφόταν από την Κόνιτσα και τα ελάχιστα κοντινά χωριά. Οι δύστυχοι κάτοικοι στερούσαν τους εαυτούς των επί τρεις μήνες για να τροφοδοτούν αυτά τα άγρια και πειναλέα στίφη.

Αλλά το άστρο της ελευθερίας είχε  αρχίσει να ανατέλλει στον ορίζοντα. Τα περισσότερα από τα ορεινά χωριά της Επαρχίας είχαν υψώσει την ελληνική σημαία.  Από τις αρχές Νοεμβρίου του 1912 είχαν κάνει κιόλας την εμφάνισή τους τα πρώτα αντάρτικα σώματα. Ο καπετάν Σιδέρης από το Γιαννοβένι της Μακεδονίας εμφανίστηκε στη Βούρμπιανη με εθελοντές Βουρμπιανίτες και από άλλα χωριά, ερχόμενος κατ’ ευθείαν από την Αθήνα, και οι Βουρμπιανίτες εξωπλίθησαν αμέσως με 100 γκράδες σταλμένους από την Αδελφότητά των.

Οι Σελτσιώτες εξωπλίσθησαν  κι αυτοί με 10 γκράδες. Ο ηγούμενος της Μονής Ζέρμας Διονύσιος Παπαδάτος, μυημένος από τον Δεσπότη Σπυρίδωνα, δημιούργησε αντάρτικο σώμα με εθελοντές από διάφορα χωριά της επαρχίας και ξεσήκωσε τα χωριά Ζέρμα (νυν Πλαγιά) και Κάντσικο (νυν Δροσοπηγή). Η Φούρκα, μιμούμενη τη γειτονική της γενέτειρα ηρώων Σαμαρίνα, είχε επαναστατήσει ακόμη νωρίτερα και κοντά σ’ αυτή το ηρωικό Κεράσοβο (νυν Αγία Παρασκευή), που εξωπλίσθησαν με 150 γκράδες, τους οποίους μετέφερε από τα Γρεβενά ο αγωγιάτης Κώστας Γαλάνης με την παρέα του.

Όπως διηγείται ο Β. Τζαλόπουλος στο «Ηπειρωτικό Ημερολόγιο» (1914, σελ. 137), οι αρχές της Κόνίτσης ζήτησαν από τους μουχτάρηδες της Φούρκας να τους στείλουν μάλλινα εσώρουχα. Κι εκείνοι τους έστειλαν ένα δέμα με κόκκινα φέσια κι ένα λακωνικό σημείωμα που έγραφε: «Ελάτε να τα πάρετε».

Λαμβάνοντας λοιπόν οι Τούρκοι της Κόνιτσας αυτή την επιστολή και μαθαίνοντας συγχρόνως ότι η Φούρκα και τα τριγύρω χωριά επαναστάτησαν, ετοίμασαν ένα σώμα από πεντακόσιους περίπου άνδρες, με επικεφαλής τον Κυρήμ Τσιαούση που γνώριζε τα μέρη και τους ανθρώπους, γιατί είχε χρηματίσει σταθμάρχης άλλοτε εκεί, και τον έστειλαν να καταστρέψει τη Φούρκα και το Κεράσοβο. Δεν κατόρθωσε όμως να κάνει σχεδόν τίποτε.  Παρ’ όλο που έκανε τρεις εφόδους, αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω κατασχημένος στην Κόνιτσα, αφού ελεηλάτησε μόνον το Κεράσοβο.

Κατόπιν ο Κυρήμ Τσιαούσης εστράφηκε προς την Στράτσιανη (νυν Πύργος),  όπου συνέλαβε σαράντα περίπου κατοίκους και τους έστειλε δεμένους στην Κόνιτσα. Βαδίζοντας δε προς την Πυρσόγιαννην και τη Βούρμπιανην, εφόνευσεν πέντε-έξι χωρικούς και αφού έφτασε μέχρι το χωριό Οξυά (πρώην Σέλτση), όπου συνεπλάκησαν οι προφυλακές του με ενόπλους Βουρμπιανίτες και Σελτσιώτες, ξαναγύρισε πάλι στη Στράτσιανη, απ’ όπου έκανε άλλες μία-δύο εξορμήσεις προς βορράν, λεηλατώντας και αρπάζοντας τα τρόφιμα των χωρικών.

Προτού προηγηθούν τα παραπάνω γεγονότα,  προσπάθησε ο διοικητής της τουρκικής Χωροφυλακής Κονίτσης Φετή Εφένδης να επαναφέρει με την πειθώ τα επαναστατημένα χωριά σε υποταγή, αλλά οι ηρωικοί κάτοικοι του απάντησαν, όπως είδαμε μόνο με τα όπλα.

Εκτός όμως από τα χωριά που αναφέραμε, μόλις απελευθερώθηκαν τα Γρεβενά και η Κοζάνη, επαναστάτησαν και όλα τα χωριά της λάκκας του Αώου, Παρόλο που η ρουμανική προπαγάνδα, με την ανοχή και συμπαράσταση της τουρκικής διοικήσεως, είχε αγωνιστεί τόσο για να πετύχει τον αφελληνισμόν των και ο τρομερός και αιμοβόρος Ρουμάνος λήσταρχος Τραγιάν με τη συμμορία του τριγύριζε προς εκείνα τα μέρη, ωπλίστηκαν και ύψωσαν την ελληνική σημαία.

Πρώτη πρώτη ξεσηκώθηκε η ηρωική κωμόπολη Βριάζα (νυν Δίστρατο) με αρχηγούς τον μουχτάρη της Νικόλα  Γούλα, τον δάσκαλο Ξενοφώντα από τη Ντοβρά, τον Τζήμο Γεράση και τον ιερέα Παπαθανάση. Με ογδόντα περίπου γκράδες, που τους είχαν κρυμμένους στο κοιμητήριο της εκκλησίας από την εποχή του Μακεδονικού αγώνος, ωπλίσθηκαν ισάριθμα Βραζιώτικα παλληκάρια με επικεφαλής τους: Χρήστο Αρόφσια, Νικόλα Καραγιάννη, Γούλα Κατσίμπαρη και Γούσια Μάιπα, έπιασαν τους γύρω λόφους και με τα στρατηγήματά των ανάγκασαν τον αποσπασματάρχη Τζαφέρ Τσιαούση και τον απαίσιο Ρουμάνο αρχιληστή Τραγιάν να φύγουν δια νυκτός από το χωριό τους.

Ακολουθώντας το παράδειγμα της Βριάζας επαναστάτησαν και τα άλλα χωριά.  Το Αρμάτοβο (νυν Άρματα) με αρχηγό τον Γιάννη Γκρόσο, οι Πάδες με επικεφαλής τον μουχτάρη Θανάση Παπόνη και το Παλαιοσέλι με αρχηγό τον ηρωικό Τενεκέ. Σε λίγες μέρες ήρθαν στα χωριά αυτά και οι οπλαρχηγοί Γεώργιος Τσιοκαντάνας από το Περιβόλι (ή μάλλον από το Προσγόλι), ο Κανιζιέλος από τη Λάιστα και τελευταίος ο Θεσσαλός (νομίζω Καρδιτσιώτης) Νικόλαος Μπλατσής με τα σώματά των και έτσι ενωμένοι όλοι μαζί δεν άφησαν τους Τούρκους να πατήσουν πιο πάνω από το Γκριζμπάνι (νυν Ελεύθερο). Εις μάτην έστειλε  και σ’ αυτούς ανθρώπους- όπως τον Πλατή από το Γκριζμπάνι- ο Φετή εφένδης για να τους πείσει να υποταχθούν. Εκείνοι απαντούσαν πάντοτε με το «Μολών λαβέ».

Αλλά ας ρίξωμε και μία ματιά να δούμε και τι γινόταν στην Κόνιτσα. Προτού ανατείλουν η 23η και 24η Φεβρουαρίου 1913, οι ημέρες της ελευθερίας της, αυτή υπέφερε αρκετά, όπως είπαμε. Και πρώτα - πρώτα περιορίσθηκε, φυλακίσθηκε και παρ’ ολίγον καταδικασθεί εις την εσχάτην των ποινών ο Μητροπολίτης της, ο φλογερός, ένθερμος και ακαταδάμαστος πατριώτης Σπυρίδων Βλάχος, ο οποίος ήταν επί μακράν σειράν ετών ένα από τα σημαίνοντα μέλη της Ηπειρωτικής Εταιρείας και επικοινωνούσε συνεχώς με τα ανταρτικά σώματα και τους μεμυημένους προκρίτους της Επαρχίας.

Οι τουρκικές αρχές της Κονίτσης πάντοτε τον υποψιάζονταν αλλά δεν μπορούσαν να βρουν εύκολα αιτία και αφορμή να τον ενοχοποιήσουν για κάτι και να τον συλλάβουν. Ο επιτελής του Ιωάννης Κέντρος, ανθυπασπιστής του ελληνικού στρατού και φαινομενική υπάλληλος της Μητροπόλεως, τα κανόνιζε ωραία.  Και ο έμπιστος αγωγιάτης του , ο περίφημος Τουρκοκονιτσιώτης  Χουσεΐν Μπαλατίνας, μολονότι Μουσουλμάνος,  μετέφερε ασφαλέστατα τα έγγραφα και τις επιστολές του στα Γιάννινα, χωρίς να γίνεται καθόλου ύποπτος ή αντιληπτός.

Κάποτε όμως, έβαλε ο διάβολος την ουρά του και οι Τούρκοι συνέλαβαν έναν αγγελιοφόρο, ο οποίος μετέφερε μια επιστολή, την οποία ο Σπυρίδων απηύθυνε προς τον γιατρό Λουκά Δημάρατο στο Λεσκοβίκι, και τον ρωτούσε συνθηματικά να του απαντήσει αν έπεσε ή όχι ακόμη η Κορυτσά. Ο αγγελιοφόρος αυτός φαίνεται πως θα βασανίστηκε και φλυάρησε και οι Τούρκοι έθεσαν αμέσως κάτω από αυστηρή παρακολούθηση  τον Δεσπότη, ζητώντας αφορμή να τον συλλάβουν.

Κι αυτή δεν άργησε να παρουσιασθεί. Όταν ο Μητροπολίτης επισκέφθηκε, περί τας αρχάς Φεβρουαρίου του 1913, τον Τζαβήτ Πασά και του εζήτησε να απελευθερώσει τους κρατούμενους που είχε στείλει ο Κυρήμ Τσαούσης από τη Στράτσιανη και άλλα χωριά, ο άγριος και Χριστιανοομάχος  αυτός πασάς, όχι μόνο δεν θέλησε να τον ακούσει, αλλά τον απεδίωξε σκαιότατα και τον περιόρισε στη Μητρόπολη, γύρω από την οποία  ετοποθέτησε φρουρά.

Ο γέρων Μ. Μπινόλας διηγείται ότι  όχι μόνον τον Δεσπότη, που δεν ήθελε να κάνει έγγραφα παραινετικά προς τα διάφορα χωριά για να υποταχθούν, προφασιζόμενος ότι δεν εισακούεται, εκακοποίησε ο Τζαβήτ Πασάς, αλλά και τους ίδιους τους προκρίτους Τουρκοκονιτσιώτες και τις Αρχές επέπληξε διότι δεν εφρόντισαν να πατάξουν εγκαίρως τα κινήματα των γκιούρηδων χωρικών.  Προσπάθησε δε ο ίδιος αυτός πασάς να βρει μεταξύ των χριστιανών κατασκόπους για να τους στείλει να του φέρουν πληροφορίες από τα γύρω χωριά, και πρόσφερε αρκετά, αλλά με μεγάλη δυσκολία κατόρθωσε να βρει έναν ή δύο.  Είπαν για κάποιον που κατήγετο από την Πυρσόγιαννη ότι εστάλη εκεί για να κατασκοπεύσει, αλλά μόλις εννόησαν  τις προθέσεις του ή ειδοποιήθηκαν καταλλήλως οι συμπατριώτες του, τον εξυλοκόπησαν άγρια και δεν τον άφησαν να επιστρέψει πίσω στην Κόνιτσα. Την ίδια τύχη είχε και ο άλλος, κάποιος Στ. Τζινιέρης, υπάλληλος του Χουσεΐν Σιαΐμβεη, ο οποίος κατήγετο από το Γκριζμπάνι, και προσποιούμενος τον άρρωστο μεταφέρθηκε στο χωριό του από τον Θωμά Γάκη, ο οποίος όμως μυημένος στην Εθνική Ιδέα τον παρέδωσε αμέσως στους αντάρτες και κατατάχθηκε και ο ίδιος στα ανταρτικά σώματα. Κατά Γούσια Γεράσην όμως, Βραζιώτην αγωνιστή,  ο Τζινιέρης πήγε στο Γκριζμπάνι (νυν Ελεύθερο) και εξελήφθη ως κατάσκοπος, αλλά δεν ήταν τοιούτος, ή μάλλον υπεσχέθη στους Τούρκους να τους στείλει ειδήσεις, αλλά δεν το έκανε. Απόδειξη ότι δεν ήταν κατάσκοπος ή ότι εξαπάτησε τους Τούρκους, είναι ότι αυτοί οι ίδιοι οι Τούρκοι πρώτο-πρώτο κάψανε το σπίτι του, υποχωρώντας τον Φεβρουάριο του 1913.

Βλέποντας ο Τζαβήτ Πασάς ότι τα στρατεύματά του δεν μπορούσαν να καταβάλουν  τους αντάρτες και τους επαναστατημένους χωρικούς, οι οποίοι δεν άφηναν τους Τούρκους να καταπατήσουν τα ορεινά χωριά, ξέσπασε και πάλιν εναντίον του Μητροπολίτου. Τον συνέλαβε λοιπόν περί τας αρχάς  (πρώτον δεκαήμερον) Φεβρουαρίου του 1913 και τον εφυλάκισε εκεί που είναι τώρα το σπίτι της Ολυμπιάδας. Αφού δε τον εβασάνισε αρκετά,  τον παρέπεμψε στο στρατοδικείο, με σκοπό να τον καταδικάσει εις την εσχάτην των ποινών. Ο Γραμματεύς του όμως, Σπυρίδων Δόβας, ο αείμνηστος Σχολάρχης Νικ. Παπακώστας και τα άλλα μέλη του Εθνικού Κομιτάτου Κονίτσης, κινήθηκαν δραστηρίως. Έφθασε η είδηση στ’ αυτιά του Διαδόχου Κωνσταντίνου, κι εκείνος τηλεγράφησε αμέσως στον Εσάτ Πασά των Ιωαννίνων, λέγοντάς του ότι τον καθιστά υπεύθυνον για την ζωή του Μητροπολίτη Σπυρίδωνος.  Ο δε Εσάτ πασάς, προβλέποντας ότι πολύ σύντομα θα ηττηθεί ή θα παραδοθεί, ειδοποίησε αμέσως τον Τζαβήτ Πασά και του παρήγγειλε να μη θίξει ούτε  τρίχα της κεφαλής του Δεσπότη.

Παράλληλα δε οι χριστιανοί κινήθηκαν και προς την κατεύθυνση των εγχώριων Τούρκων, οι οποίοι προβλέποντας επίσης ότι θα πέσουν στα χέριατων Ελλήνων, έσπευσαν να μεσολαβήσουν και αυτοί υπέρ του Μητροπολίτου. Ο Τζαβήτ όμως ήταν αμετάπειστος, διότι δεν είχε  λάβει ακόμη τη διαταγή του Εσάτ Πασά. Επενέβη τότε ο γηραιός Μουχτάραγας ή Μουχτάρμπεης Σεβράνης και του είπε:

-Εσύ Πασιά μου θα φύγεις με το ασκέρι σου, τι θ’ απογίνουν όμως ετούτοι εδώ; Κι έδειξε τους Τουρκοκονιτσιώτες. Θα τους σφάξουν όλους, πρόσθεσε, οι Έλληνες σαν έρθουν και δε βρουν ζωντανό τον Δεσπότη τους.

-Δεν έχεις καμιά θέση εσύ για να μου δώσεις συμβουλές ή να με διατάξεις τι θα κάνω, απάντησε περιφρονητικά ο Τζαβήτ Πασάς.

-Πρόσεξε καλά! Τόνισε ο Μουχτάρμπεης, μόλις αγγίξεις  έστω και μια τρίχα  του Δεσπότη θα χτυπηθούμε. Δεν θα φύγεις ζωντανός από την Κόνιτσα.Βλέπεις τα παλληκάρια μου; Και του έδειξε τους άντρες του που ήταν συγκεντρωμένοι κάτω από την πλατεία. Είναι έτοιμοι να χτυπηθούν  με τους δικούς σου ντουντούμηδες μόλις τους διατάξω.

Ο Τζαβήτ αποσύρθηκε βλοσυρός. Δεν άργησε όμως να λάβει τη διαταγή του Εσάτ Πασά και τότε άλλαξε αμέσως τακτική. Φώναξε ευθύς τους αξιωματικούς που θα αποτελούσαν  το Στρατοδικείο και τους έδωσε εντολές. Την άλλη μέρα κιόλας  ο Μητροπολίτης οδηγήθηκε από τη φυλακή στο Διοικητήριο, όπου αθωώθηκε., όπως ήταν επόμενο και αφέθηκε ελεύθερος να επιστρέψει σταη Μητρόπολη ύστερα από φυλάκιση αρκετών ημερών, όπως διηγείται ο Αλ. Φλώρος, ο οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων.

Τη άλλη μέρα το απόγευμα, ο Σπυρίδων μαζί με τους Τούρκους αξιωματικούς (πλην του Τζαβήτ Πασά) συζητούσαν τουρκικά σαν καλοί φίλοι μέσα στο αργυραμοιβείο  των αδελφών Φλώρου, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Και όταν μάλιστα ετοιμάσθηκε για αποχώρηση, του επρότειναν να του προσφέρουν και άλογο  για να ανηφορίσει προς τη Μητρόπολη, αλλά αυτός αποποιήθηκε με εύσχημο τρόπο.

Και τώρα ας περιγράψουμε  με λίγα λόγια  τις μάχες που προηγήθηκαν από την απελευθέρωση της Κόνιτσας.

Στις 15 περίπου του Ιανουαρίου 1913 εξεστράτευσαν και πάλι οι Τούρκοι εναντίον του ηρωικού Κερασόβου, οι κάτοικοι του οποίου, μαζί με τους οπλαρχηγούς Σιδέρην, Ηγούμενον Ζέρμας Περικλήν, και τους Τσιοκαντάνην, Κανιζιέλον, Ρόφσιαν, Μάιπαν και λοιπούς που κρατούσαν τα προς τον Σμόλιγκαν υψώματα, και με ολίγους Φουρκιώτες, επολέμησαν επί δύο ημέρας γενναιότατα. Αλλά, λόγω του ότι αφ’ ενός μεν οι εχθροί  ήταν πολυάριθμοι, αφ’ ετέρου δε εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά των, την Τρίτη ημέρα, 18 Ιανουαρίου, εξαναγκάσθηκαν να εκκενώσουν το χωριό των και να αποσυρθούν συν γυναιξί και τέκνοις προς Φούρκαν και Σαμαρίναν.

Οι Τούρκοι κατέλαβαν το χωριό στο οποίο είχαν παραμείνει μόνον 5-6 γέροντες και γριές και επεδόθησαν  στη λεηλασία.

Αλλά οι κερασοβίτες δεν εκάθησαν με σταυρωμένα χέρια. Έσπευσαν αμέσως στα Γρεβενά, όπου επρομηθεύτηκαν νέα πυρομαχικά, και ο Φρούραρχος συνταγματάρχης Καλογερόπουλος απέστειλε προς ενίσχυσή των δύο λόχους του Α’ Συντάγματος, υπό την αρχηγία του γενναίου λοχαγού Δ. Παπανικολάου, ο οποίος είχε υπό τας διαταγάς του τους ανθυπολοχαγούς Αντωνόπουλον, Κωνσταντάτον, Γκούμαν και Τρίγκαν.

Άμα έφθασε ο Παπανικολάου στη Φούρκα, εκάλεσε σε σύσκεψη όλους τους οπλαρχηγούς και αποφάσισαν να κάνουν πρώτα αναγνώριση του εδάφους και ακολούθως να πλήξουν τον εχθρό.  Έξαφνα όμως διαδόθηκε η φήμη ότι οι Τούρκοι βαδίζουν προς τη Φούρκα.  Και τότε συγκεντρώθηκαν όλοι, τακτικός στρατός και ανταρτικά σώματα, και εβάδισαν  προφυλακτικά προς το Κεράσοβο.

Οι Τούρκοι όμως δεν είχαν μετακινηθεί καθόλου και τους εκύκλωσαν χωρίς να το αντιληφθούν. Πριν ακόμη κατεβεί η κύρια δύναμις των Ελλήνων και ο Διοικητής Παπανικολάου, οι άτακτοι άρχισαν να πυροβολούν και εφόνευσαν δύο-τρεις Τούρκους. Πρώτος (κατά Β. Τζαλόπουλον ‘Ηπειρ. Ημερολ.’ 1914, σελ. 204) επυροβόλησε ο ηγούμενος Ζέρμας ή (κατά Κ. Γαλάνη, αυτόπτην μάρτυρα) ο Κερασοβίτης Θόδωρος της Ντούλαινας. Η μάχη γενικεύτηκε και οι Τούρκοι έπαθαν μεγάλες ζημιές.  Οι δικοί μας είχαν μόνον έναν τραυματία.  Ενώ όμως οι άτακτοι Τουρτκαλβανοί υποχώρησαν πανικόβλητοι, ο μπίμπασης Αχμέτ  Βέης με το τάγμα του εκράτησε μέχρι αργά το βράδυ ωχυρωμένος μέσα στο χωριό.

O Παπανικολάου αποσύρθηκε προς διανυκτέρευση στη Φούρκα αφήνοντας προφυλακές και το πρωί ξαναγύρισε.  Οι Τούρκοι αφού έλαβαν ενισχύσεις και από τον Κυρήμ Τσιαούση από τη Στράτσιανη, ξαναγύρισαν στο Κεράσοβο την άλλη μέρα και ετόλμησαν να δώσουν και μερικές αψιμαχίες εναντίον των δυνάμεων του Παπανικολάου, ο οποίος όμως είχε εντολή να μην προχωρήσει ακόμη προς κατάληψη του Κερασόβου, άνευ νεωτέρας διαταγής.

Κατά το βράδυ της 25ης Ιανουαρίου 1913, φοβούμενοι οι Τούρκοι μήπως κυκλωθούν, αφού ελεηλάτησαν πρώτα όλα τα σπίτια,  έβαλαν φωτιά στο Κεράσοβο και υπεχώρησαν. Έσπευσαν αμέσως οι δύστυχοι Κερασοβίτες μαζί με τον στρατό και τα ανταρτικά σώματα, αλλά ήταν αργά.  Μόλις κατόρθωσαν να περισώσουν40-50 σπίτια. Τα υπόλοιπα 80 περίπου, μαζί με 70 αχυρώνες, έγιναν παρανάλωμα του πυρός.

Μέχρι την 7η Φεβρουαρίου ο Λοχαγός Παπανικολάου με τον τακτικό στρατό και με τα  υπ’ αυτόν ανταρτικά σώματα, αναπαυθήκανε στη Φούρκα, αφ’ ενός μεν διότι επικρατούσε αφόρητη κακοκαιρία, αφ’ ετέρου δε διότι δεν είχε διαταγή προελάσεως. Τέλος δε, η διαταγή έφθασε και μαζί μ’ αυτή ήρθε προς ενίσχυσιν και ο 4ος Λόχος υπό τον υπολοχαγό Αθ. Τριανταφύλλου.

Οι Τούρκοι αφού ελεηλάτησαν και έκαψαν το Κεράσοβο, επέστρεψαν πάλι στην Κόνιτσα, αφήνοντας μόνο δύο λόχους, έναν στη Μόλιστα και έναν στη Σταρίτσιανη, για προφυλακές.

Έξαφνα όμως,  ενώ ο Τζαβήτ Πασάς, ο οποίος βρισκόταν εδώ από τις αρχές Φεβρουαρίου και αναπαυόταν, παρουσιάζεται κάποιος καταδότης και λέει ότι οι αντάρτες (τα σώματα δηλαδή της λάκκας του Αώου) είχαν φτάσει στη Σουσνίτσα και απειλούσαν να αποκόψουν τους λόχους της Μόλιστας  και της Στράτσιανης.  Ο Πασάς ταράχτηκε και αμέσως ετοίμασε δύο σώματα από 300 άντρες το καθένα και τα έστειλε το ένα από το μέρος του Πεκλαρίου (νυν Πηγή) και το άλλο μέσω των στενών Αώου – Μονής Στομίου, με εντολή να περικυκλώσουν και να εξοντώσουν τους ‘κομίτες’.

Το μόνο όμως που κατόρθωσαν  αυτά τα δύο σώματα ήταν να καταλάβουν με αρκετές απώλειες και να λεηλατήσουν το χωριό Γκριζμπάνι. Αποπειράθηκαν δε να προχωρήσουν και προς το Παλαιοσέλι, αλλά αποκρούσθηκαν γενναία από τους αντάρτες και τους οπλισμένους χωρικούς και καθηλώθηκαν εκεί, όπως προαναφέραμε.

Ενώ τα παραπάνω γεγονότα συνέβαιναν εις την Σουσνίτσαν και το Γκριζμπάνι, ο λοχαγός Παπανικολάου ξεκίνησε από τη Φούρκα και δια μέσου Σταρίτσιανης (νυν Πουρνιά)  έφθασε στη Μόλιστα, όπου την αυγή της 9ης Φεβρουαρίου επετέθη εναντίον οχυρωμένων στη συνοικία Μποτσιφάρι  και ύστερα από πεισματώδη μάχη τους εξουδετέρωσε και συνέλαβε και 86 αιχμαλώτους. Έρχονται προς ενίσχυσή των οι Τούρκοι της Στράτσιανης, αλλά αναγκάζονται να υποχωρήσουν κακήν κακώς προς την Κόνιτσα, αφού άφησαν εις το πεδίον της μάχης περί τους 30 νεκρούς.

Νικητής λοιπόν ο ηρωικός Διοικητής Παπανικολάου εγκαθίσταται στη Μόλιστα και μολονότι λαβαίνει διαταγή του συνταγματάρχου Καλογερά να συμπτυχθεί, δεν υπακούει, αλλά απαντάει ότι προτιμά να αποθάνει παρά να  εγκαταλείψει τόσα χωριά εις το έλεος της τουρκικής μάχαιρας. Ο Καλογεράς αναγνωρίζει την ορθότητα της αποφάσεώς του και όχι μόνον δεν τον τιμωρεί, αλλά του στέλνει και νέες ενισχύσεις, έναν ακόμη λόχο υπό τον λοχαγόν Πλατανιάν, ο οποίος καταλαμβάνει τη Ζάρωση.

Ο Τζαβήτ Πασάς μαίνεται και ξεκινά ο ίδιος με όλες του τις δυνάμεις πανστρατιά από την Κόνιτσα στις 15 Φεβρουαρίου, με τα κανόνια και τα πολυβόλα του, και επιτίθεται με 4.000 περίπου στρατιώτες εναντίον των Ελλήνων.

Ο Παπανικολάου όμως, αν και με πολύ ολιγότερα μέσα και δυνάμεις, αμύνεται σθεναρά και επί έξι ημέρες ο Τούρκος δεν κατορθώνει τίποτε. Τέλος δε, την έβδομη ημέρα (21 Φεβρουαρίου) το απόγευμα, ο Τζαβήτ Πασάς λαβαίνει τη θλιβερή γι’ αυτόν είδηση της πτώσεως των Ιωαννίνων και υποχωρεί πανικόβλητος, αφού προηγουμένως πυρπολεί  αρκετά σπίτια του χωριού Γκριζμπάνι.

Την επομένη, στις 22 Φεβρουαρίου, κυκλοφορεί αστραπιαία σ’ όλη την Κόνιτσα η είδηση ότι έπεσαν τα Γιάννενα και οι Τούρκοι υποχωρούν. Τα στήθη των χριστιανών κατοίκων πλημμυρίζουν από χαρά, αλλά ακόμη φοβούνται, φοβούνται μήπως οι βάρβαροι υποχωρώντας προβούν σε λεηλασίες και βανδαλισμούς. Ευτυχώς όμως, οι φόβοι τους αποδείχτηκαν περιττοί. Οι Τούρκοι είχαν πανικοβληθεί και ήταν εντελώς αβέβαιοι γιοα την τύχη τους. Ξεθάρρεψαν λοιπόν σιγά-σιγά  οι κάτοικοι και άρχισαν να βγαίνουν στην αγορά.  Κατέβηκαν όλοι οι πρόκριτοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, ακόμη και ο ίδιος ο Μητροπολίτης.

Οι Τούρκοι υποχωρούσαν συνεχώς και όλοι οι υπάλληλοι της τουρκικής διοικήσεως, οι μεμούρηδες, όπως τους έλεγαν, πήραν τις οικογένειές των και τράβηξαν προς την Πρεμετή. Ο ίδιος ο Τζαβήτ Πασάς πέρασε βλοσυρός και αμίλητος μαζί με το επιτελείο του και τράβηξε για το Μπουραζάνι, χωρίς να καταδεχτεί να αποχαιρετήσει ούτε και αυτούς τους προκρίτους Τουρκοκονιτσιώτες ακόμη που είχαν παραμείνει εδώ.

Τελευταίος έμεινε ένας γενειοφόρος Τούρκος συνταγματάρχης, ο οποίος εμίλησε προς τους συγκεντρωμένους Κονιτσιώτες, λέγοντάς τους περίπου τα εξής: «Αυτή είναι αγαπητοί μου  η μοίρα των κρατών και των εθνών. Άλλο ανυψώνεται και άλλο κατεβαίνει, όπως ο ήλιος και το φεγγάρι που ανατέλλουν και βασιλεύουν. Ας υποταχθούμε στο κισμέτ και στη θέληση του παντοδύναμου Θεού. Επί πέντε αιώνες η Τουρκία κυβέρνησε αυτά τα μέρη, τώρα ήρθε η σειρά των Ελλήνων. Εμείς φεύγομε ίσως για πάντα. Σας συνιστώ όμως, εσείς που είστε πάντα ενωμένοι και αγαπημένοι, και όπως ζήσατε έως τώρα σαν αδέρφια, χριστιανοί και μουσουλμάνοι μαζί,  έτσι να ζείτε και στο εξής». Κατόπιν, ο ευγενής αυτός Τούρκος (εν αντιθέσει προς τον  αιμοβόρο αρχηγό του) χαιρέτισε δια χειραψίας όλους ανεξαιρέτως του προκρίτους, χριστιανούς και μουσουλμάνους και ανεβαίνοντας στο άλογό του ανεχώρησε.

Ενώ είχε φύγει και ο τελευταίος Τούρκος από την πόλη, μια έκρηξη ακούστηκε χαμηλά προς το ποτάμι. Ο κακούργος Τζαβήτ Πασάς είχε αποπειραθεί να ανατινάξει τη γέφυρα. Την είχε υπονομεύσει από καιρό, αλλά, καθώς λένε, κάποιοι τσοπαναραίοι βαλμένοι από τον Δεσπότη αφαίρεσαν κρυφά τη μεγαλύτερη ποσότητα των εκρηκτικών υλών και έτσι η ζημιά ήταν πολύ μικρή. Άλλοι πάλι είπαν πως ο ίδιος ο Τουρκοκονιτσιώτης αξιωματικός Ρουσιέμ Νταλήπ Βέης φρόντισε να μην καταστραφεί. Όπως και να έχει το πράγμα, το σπουδαιότερο είναι ότι η γέφυρα γλύτωσε  και εξυπηρέτησε επί αρκετές δεκαετίες τον λαό της Κόνιτσας και της Επαρχίας και αποτελεί σήμερα ένα εξαιρετικό μνημείο της λαϊκής μας αρχιτεκτονικής.

Και οι μεν Τούρκοι έφυγαν, εξαφανίσθηκαν από την Κόνιτσα,  οι Έλληνες όμως δεν εφάνηκαν να τους καταδιώκουν, ούτε έδωσαν σημεία ζωής μέχρι το βράδυ της 22ας  Φεβρουαρίου. Ο λοχαγός Παπανικολάου αφ’ ενός μεν δεν είχε εντολή να προελάσει,  αφ’ ετέρου δε δεν είχε πληροφορηθεί πιθανόν την πτώση των Ιωαννίνων, ούτε και αντιλήφθηκε ίσως τη γενική υποχώρηση των Τούρκων αμέσως. Με την πρωτοβουλία λοιπόν του Μητροπολίτου, σχηματίστηκε μια επιτροπή από τους  Νικ. Παπακώσταν,  Σχολάρχην,  Σπυρ. Δόβαν Γραμματέα της Μητροπόλεως, Ιωάν. Αδαμαντίου ιατρόν και από δύο μουσουλμάνους (τους Σιέχ Κιαμήλ και Δερβίς Αμπεντίν νομίζω) η οποία την άλλη μέρα ξεκίνησε πρωί πρωί για τη Μόλιστα, να συναντήσει τον Διοικητή των ελληνικών δυνάμεων Παπανικολάου για να του παραδώσει την Κόνιτσα.

O Β. Τζαλόπουλος (‘Ηπειρ. Ημερολ.’ 1914, σελ. 214) λέει ότι τα μέλη της επιτροπής αυτής έφτασαν μόνο μέχρι το χωριό Πεκλάρι, όπου συνάντησαν τον λοχαγό Πλατανιά που είχε κατεβεί από τη Σουσνίτσα, καθώς και τους ανιχνευτές του Παπανικολάου, και τους ανακοίνωσαν ότι η Κόνιτσα εκκενώθηκε από χθες. Ο Αλ. Φλώρος όμως, ως αυτόπτης μάρτυρας που έζησε τα γεγονότα λέει ότι η επιτροπή έφτασε μέχρι τη Μόλιστα όπου συναντήθηκε με τον λοχαγό Παπανικολάου και τον εκάλεσε να κατάλθει προς κατάληψιν της πόλεως. . Αυτός όμως απάντησε ότι περιμένει τη σχετική διαταγή του συνταγματάρχου Καλογερά. Τα μέλη της επιτροπής επέστρεψαν στην Κόνιτσα το απόγευμα (πλην του ιατρού Ι. Αδαμαντίου), όπου έφεραν την απάντησή του.

Εν τω μεταξύ όμως μέσα στην Κόνιτσα άλλοι από τους ντόπιους Τούρκους είχαν καταφύγει σε χριστιανικά σπίτια και στη Μητρόπολη προς ασφάλειά των και άλλοι όμως που ήταν οπλισμένοι, μη βλέποντες να έρχονται οι Έλληνες, άρχισαν να αναθαρρεύουν. Έστειλε τότε εσπευσμένως ο Δεσπότης αγγελιοφόρον και κατά το δειλινό κατέβαιναν κιόλας οι πρώτοι αντάρτες από το Κουρί.  Ήταν περί τους εκατό και κυρίως Βραζιώτες υπό τους Γούσια, Μάιπαν, Μπλατσήν, Μπατατέλον, Αρόφσιαν και Καραγιάννην. Πρώτος τους αντελήθφη, όπως λένε, ο Αγησίλαος Παπαχρηστίδης και αμέσως σκαρφάλωσε στο καμπαναριό και άρχισε να κρούει χαρμόσυνα την καμπάνα.. Οι αντάρτες έβαλαν δυο-τρεις ομοβροντίες στον αέρα και ζητωκραύγασαν. Κατόπιν ο σημαιοφόρος των Γούσια Γεράσης, ο οποίος επιζεί ακόμη θαλερός γέροντας στο Δίστρατο, ανέβηκε επάνω στο καμπαναριό και έστησε την ελληνική σημαία. Οι Τουρκοκονιτσιώτες μαζεύτηκαν αμέσως στο καβούκι τους.

Ο Μητροπολίτης και οι πρόκριτοι  τους υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό και τους μοίρασαν φαγητό και κρασί. «Καλά που ήρθετεν, αδέρφια, τα ντόπια σκυλιά είχαν αρχίσει να το παίρνουν απάνω τους. Νόμιζαν πως θα ξαναγυρίσει ο Τζαβήτης».

Οι αντάρτες αγρίεψαν ακούγοντας αυτά τα λόγια και ετοιμάστηκαν να χτυπήσουν τα σπίτια των μπέηδων.  Ήθελαν να χαλάσουν και τον τεκέ (τουρκ. μοναστήρι) της Κάτω Κόνιτσας, γιατί είχε κυκλοφορήσει προ ημερών τόσο στην Κόνιτσα, όσο και στα χωριά, η φήμη πως ο ηγούμενός του, ο μισέλληνας μπαμπα-Χαϊντάρης, είχε φέρει και έκρυβε εκεί Κολωνιάτες κακούργους για να κάνουν σφαγές μέσα στην πόλη και να πλιατσικολογήσουν.  Ο Δεσπότης όμως τους καθησύχασε. Τους επέδειξε μάλιστα κι ένα ψεύτικο σημείωμα που έλεγε ότι οι Τούρκοι ανακατέλαβαν τη Στράτσιανη και ετοιμάζονται να επιτεθούν από τα νότια. Κι έτσι σταμάτησαν κι αναγκάσθηκαν να βγούνε σε φυλάκια, στον Άγιο Αθανάσιο, στον Άη-Λια και στη Μακριά Ράχη.

Την άλλη μέρα, Κυριακή της Τυρινής στις 26 Φεβρουαρίου, διαδόθηκε η είδηση πως θα ερχόταν ο ελληνικός στρατός και όλος ο κόσμος, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, συγκεντρώθηκαν έξω στον Αγιάννη και περίμεναν. Επικεφαλής όλων ήταν ο Μητροπολίτης Σπυρίδων ντυμένος με τα χρυσοστόλιστα άμφιά του και δίπλα του οι παπάδες, δάσκαλοι, χοτζάδες και όλοι οι πρόκριτοι. Ενώ οι ώρες περνούν, τα μάτια ολονών είναι καρφωμένα πέρα προς τη Μακρυρράχη.

Είχε περάσει σχεδόν το μεσημέρι όταν  έξαφνα καταφτάνει έφιππος ο γέρων ιατρός Αδαμαντίου και αναγγέλλει ότι έρχεται ο Παπανικολάου με τον στρατό.  Έπειτα από καμιά ώρα περίπου εμφανίζονται οι πρώτοι καβαλάρηδες στη Μακριά Ράχη. Είναι ο Παπανικολάου με το επιτελείο του και κοντά του ακολουθούν άνω από 1.800 άντρες στρατιώτες και αντάρτες.  Να, πλησιάζουν.  Ο κόσμος παραληρεί από ενθουσιασμό. Οι ζητωκραυγές του φτάνουν μέχρι τον ουρανό και δονούν τις γύρω ψηλές βουνοκορφές της Τύμφης, του Λαζάρου, της Γκαμήλας, του γερο-Σμόλικα.

-Χριστός Ανέστη, αδέλφια! Καλωσωρίσεταν! Φωνάζουν οι προαιώνιοι σκλάβοι καθώς αντικρίζουν τους φορείς της ελευθερίας των.

Ο γενναίος ταγματαρχεύων λοχαγός αντιχαιρετά τα πλήθη συγκινημένος και μόλις φθάνει στον Μητροπολίτη, αφιππεύει και τον χαιρετά στρατιωτικά. Έπειτα του ασπάζεται το χέρι και ο Σπυρίδων τον αγκαλιάζει και τον φιλεί και τον ευλογεί. Οι άλλοι αξιωματικοί επαναλαμβάνουν κι αυτοί τα ίδια. Κατόπιν ο Μητροπολίτης τον προσεφώνησε με ενθουσιώδη και πύρινο λόγο, ο δε Παπανικολάου ανταπάντησε στον ίδιο τόνο.

Όλοι οι χριστιανοί αγκαλιάζουν και φιλούν τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες κλαίγοντας από χαρά και συγκίνηση. Οι ντόπιοι Τούρκοι κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, χαιρετούν κι αυτοί τους Έλληνες.

Έπειτα, μπαίνουν όλοι μέσα στην πόλη και κατευθύνονται προς τον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου, όπου τελείται χαρμόσυνη δοξολογία και κατόπιν παρατίθεται γεύμα στους αξιωματικούς και οπλαρχηγούς.

Οι στρατιώτες και οι αντάρτες φιλοξενούνται  στα σπίτια. Οι άρχοντες, όπως οι Φλωραίοι, οι Μπεκιαραίοι κλπ., διαθέτουν άφθονα φαγητά και κρασιά για να φιλοξενήσουν τους ελευθερωτάς.

Οι επίσημοι Τούρκοι προσέρχονται στη Μητρόπολη και δηλώνουν πίστη και υποταγή στον αρχηγό του ελληνικού στρατού, συνάμα δε ζητούν και προστασία. Ο Παπανικολάου διατάσσει αμέσως να τοποθετηθούν φρουρές στα επίσημα τουρκικά σπίτια και βγάζει περιπόλους για να διατηρήσει την τάξη. Την ίδια μέρα συγκεντρώνει και καμιά ογδονταριά αιχμαλώτους, από τους οποίους άλλοι ήταν ασθενείς και άλλοι παραδόθηκαν αυθόρμητα, μη θέλοντας να ακολουθήσουν τον εξουθενωμένο τουρκικό στρατό.

Την επομένη συστήθηκε  και τοπική πολιτοφυλακή, επικεφαλής της οποίας τοποθετήθηκαν ο Βασίλειος Κούσιος, Λάμπρος Κωλέτσης, και, ας μη μας φανεί παράξενο, ο Τούρκος πρώην αστυνόμος Ακήφ εφέντης, άνθρωπος που είχε επιδείξει πολύ καλή διαγωγή και ήταν ακεραίου χαρακτήρος. Εννοείται όμως, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιστάσεις, δεν έλλειψαν και οι μικροαντεκδικήσεις. Ο πρώην τζιανταρμάς (χωροφύλακας) Τουρκοκονιτσιώτης Χαρούμης, που είχε κάψει κόσμο και κοσμάκη,  ξυλοδάρθηκε άσχημα από τους Χρήστο Οικονόμου και Κώσταν Τρουμπούκην, καθώς και μερικοί άλλοι Τούρκοι χαστουκίστηκαν. Αλλά πολύ γρήγορα επιβλήθηκε η τάξη και οι χριστιανοί έδειξαν άψογη στάση απέναντι στο εγχώριο μουσουλμανικό στοιχείο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου