Η επαρχία Κόνιτσας κατά την επανάσταση του 1821

 

Η ΕΠΑΡΧΙΑ ΚΟΝΙΤΣΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Χαρίλαος  Γκούτος

Α. Κατά την πολιορκία του Αλή πασά, 1820 – 22

1. Εξέλιξη της πολιορκίας. Το 1820 ο Σουλτάνος αποφάσισε οριστικά την καθαίρεση  του απείθαρχου Αλή πασά που ετοιμαζόταν να αυτονομηθεί. Προς τούτο, ενήργησε τα ακόλουθα: απέσπασε από την τοπική επικράτεια  του Αλή τη Θεσσαλία, τη Ναύπακτο, την Αχρίδα και άλλες επαρχίες. Τον Φεβρουάριο και μετέπειτα απέλασε τους διαπιστευμένους στην Υψηλή Πύλη εκπροσώπους του επειδή δύο πράκτορές του αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν στην Πόλη τον άσπονδο εχθρό του Πασόμπεη (Μάρτιος), διέταξε τους τοπάρχες που γειτόνευαν με το πασαλίκι των Ιωαννίνων να συναθροίσουν στρατεύματα στα Μπιτόλια (Μοναστήρι  Β. Μακεδονίας), όπου έδρασε ο σερασκέρης της Ρούμελης, διέταξε τους ραγιάδες, δια του Πατριάρχη,  να εξοπλισθούν και παραχώρησε στον Πασόμπεη το πασαλίκι των Ιωαννίνων (Ιούλιος). Ο Πασόμπεης και άλλοι πασάδες, μεταξύ των οποίων και ο Μεχμέτ Ρεσίτ Κιουταχής, στρατοπέδευσαν  έξω από τα Γιάννενα και απέκλεισαν την πόλη (Αύγουστος).

Αμυνόμενος ο Αλής, κατασκεύασε οχυρωματικά έργα στα Γιάννενα, στρατολόγησε μισθοφόρους, κατάργησε μερικούς φόρους, υποσχέθηκε να συστήσει συνταγματικό κράτος (Μάιος), έστειλε οπλαρχηγούς, χριστιανούς και μουσουλμάνους, σε κρίσιμες θέσεις του πασαλικιού  να τις φρουρούν (Ιούνιος), απαγόρευσε τις μετακινήσεις σε αυτό χωρίς άδειά του, κλείστηκε στο κάστρο μαζί με τους επιτελείς του και πολλούς άλλους και πυρπόλησε την πόλη (Αύγουστος) για να μην βρουν καταλύματα οι  σε αυτήν οι σουλτανικοί. Ο λαός τηρούσε παθητική στάση, οι Αλβανοί ανησυχούσαν μήπως υποστηρίζοντας τον Αλή θα χάσουν έπειτα τα κεκτημένα τους. Οι τρεις γιοι του Αλή και άλλοι τοπάρχες παραδόθηκαν στους σουλτανικούς, περίπου δε 20 επιτελείς του Αλή μαζί με 2.000 οπλίτες βγήκαν από το κάστρο και αυτομόλησαν στους σουλτανικούς (Αύγουστος). Μερικοί από τους επιτελείς αυτούς επανήλθαν έπειτα στο κάστρο κρυφά (Νοέμβριος), επήραν χρήματα από τον Αλή και πήγαν στο Ζαγόρι (Δεκέμβριος), όπου περίμεναν να έλθουν οι Τόσκηδες και Λιάπηδες, οι οποίοι όμως εμποδίσθηκαν από τους σουλτανικούς στο Αργυρόκαστρο και στο Λιμπόχοβο, ενώ οι καταφυγόντες στο Ζαγόρι πολεμήθηκαν από τους κατοίκους, γι’ αυτό πήγαν στο Σούλι (Ιανουάριος 1821), όπου κατέφυγαν και Σουλιώτες δυσαρεστημένοι από τους σουλτανικούς.

Ο Πασόμπεης δεν ήταν αποτελεσματικός στην πολιορκία, γι’ αυτό ο Σουλτάνος τον αντικατέστησε με τον πασά του Μωριά Χουρσίτ (Φεβρουάριος) , ο οποίος διέταξε νέες επιστρατεύσεις, αλλά πολλοί Αλβανοί μπέηδες προτιμούσαν να ανεξαρτητοποιηθούν και συνεργάζονταν με τους επαναστατημένους Έλληνες, μέχρι που πληροφορήθηκαν (φθινόπωρο) ότι οι Έλληνες κακοφέρθηκαν στους μουσουλμάνους του Μεσολογγίου. Η πολιορκία έληξε με τον αποκεφαλισμό του Αλή στις 24.2.1822.

Στην Ήπειρο κατά την  πολιορκία επικρατούσε αναρχία, έγιναν αρπαγές και άλλες αυθαιρεσίες, επιβλήθηκαν αγγαρείες, ζητήθηκαν τροφές για τα στρατεύματα και τα ζώα τους,  επιβλήθηκαν πρόστιμα, για την πληρωμή των οποίων οι κάτοικοι αναγκάζονταν να δανείζονται. Παρόμοια δεινοπαθήματα υπέστησαν και οι κάτοικοι της Δυτ. Μακεδονίας .

 

2. Περιστατικά στην επαρχία Κόνιτσας. Έχει γραφεί το 1867 και το 1889 ότι μετά την ως άνω πολιορκία η επαρχία Κόνιτσας υπέστη λιγότερα δεινά και δεν υποβλήθηκε σε αγγαρείες, όπως το Ζαγόρι, γι’ αυτό τα Άνω Σουδενά του Ζαγορίου «αυθορμήτως υπήχθησαν εις Κόνιτσαν», διοικητικώς (μέχρι το 1827), το δε 1823 ότι «η Κόνιτζα  μόνο στην πολιτεία έχει ολίγους Τούρκους, τα χωριά της όμως είναι όλα χριστιανικά και γερά στα άρματα και όλα στα βουνά, καθώς και της Παλιάς Πωγωνιανής», (στην οποία υπάγονταν και  τα χωριά της σημερινής επαρχίας Κόνιτσας Διπαλίτσα και Οστανίτσα). Εκ τούτων προκύπτει ότι οι μουσουλμάνοι της Κόνιτσας ήταν τότε λιγότεροι από τους χριστιανούς της, ότι οι χριστιανοί των χωριών της ήσαν ικανοί πολεμιστές  και ότι κατά την πολιορκία του Αλή η επαρχία Κόνιτσας δεν υποβλήθηκε σε αγγαρείες, ούτε εδεινοπάθησε σημαντικά από αυθαιρετούντες ή από μετακινούμενα σουλτανικά στρατεύματα, ίσως επειδή αυτά διέρχονταν  όχι μέσω αυτής, αλλά δια της Μεσογέφυρας που υπήρχε στα δυτικά όριά της.

Άλλα σχετικά γεγονότα που γνωρίζουμε ότι συνέβησαν τότε στον καζά της Κόνιτσας είναι τα ακόλουθα: α) Ο Μάρκος Μπότσαρης, ο οποίος από το 1814 ήταν διοικητής του Πωγωνίου και κατοικούσε με την οικογένειά του στο τιμάριό του, τον Κακόλακκο, στάλθηκε από τον Αλή (Ιούνιος 1821) να φρουρεί τις διόδους της Φούρκας και του Εφταχωρίου (ίσως και της Σαμαρίνας) για να μην εισέλθουν τα σουλτανικά στρατεύματα. Στους οπλίτες που στρατολόγησε, υπήρχαν και Εφταχωρίτες, πιθανότατα δε και άνδρες του Κάντσικου και του Κερασόβου, τους οποίους τον Οκτώβριο του 1822 εκάλεσε στο Μεσολόγγι να γίνουν συμπολεμιστές του. Προσχώρησε στον στρατό του Πασόμπεη όταν αυτός πέρασε από το Μέτσοβο (τέλη Ιουλίου 1820), ακολούθως επανασυνδέθηκε με τον Αλή (Νοέμβριος) και έπειτα ανεξαρτητοποιήθηκε. β) Ο γιός του Αλή Μουχτάρ πασάς τον Ιούλιο του 1820 παρέδωσε στους σουλτανικούς το Αργυρόκαστρο και ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη δια της Πρεμετής και της Κόνιτσας. γ) Σύμφωνα με μία φήμη, στη Βούρμπιανη, στο σπίτι του Κώστα Ντούμαρη, γραμματικού του Αλή, ένας έμπιστος φίλος του έφερε από τον Αλή έξι σακιά με λίρες, αλλά τα τρία από αυτά τα άρπαξαν οι Σουρλαίοι στο χωριό τους την Πυρσόγιαννη. Κατ’ άλλη φήμη, ο Αλής έστειλε τρία φορτώματα λίρες στον φίλο του Κώστα Σούρλα για να τις φυλάξει. Οι φήμες αυτές μάλλον περιέχουν κάποιες αλήθειες διότι συνάδουν με άλλες αξιόπιστες μαρτυρίες κατά τις οποίες ο πολιορκούμενος Αλή έδωσε χρήματα σε γραμματικούς του, σε οπλαρχηγούς του κ.ά. όπως στον Αλέξη Νούτσο, στον Μάνθο Οικονόμου, στον γιατρό Λουκά Βάγια κλπ.

 

Β. Εξεγέρσεις στην Ήπειρο και στη Δ. Μακεδονία, 1821 – 1829

 

1. Στην Ήπειρο γενικά.  Στους μυηθέντες στη Φιλική Εταιρεία περιλαμβάνονταν και πολλοί Ηπειρώτες, «πολεμικοί και πολιτικοί», καθώς και ο Αλή πασάς. Τον Αύγουστο του 1820 μια ομάδα Γιαννιωτών φίλων του Αλή, με πρωτοβουλία των λογίων Βηλαρά και Ψαλίδα,  συγκρότησαν επαναστατική οργάνωση στο Τσεπέλοβο και συγκέντρωσαν χρήματα γι’ αυτή. Η οργάνωση, μετά την πτώση του Αλή, σχεδίασε «να σηκώσουν τ’ άρματα όλη η δυτική πλευρά της Ηπείρου, οι Παρακαλαμίτες να ενωθούν με τους Σουλιώτες και τα χωριά της Κόνιτσας και να φθάσουν έως το Αργυρόκαστρον, αφού ενωθούν με εκείνο της Παλαιάς Πωγωνιανής και να πάρουν στο μέρος τους τους εκεί χαύνους Αρβανίτες». Την 12.2.1823 ο Ψαλίδας έγραψε στον Αλ. Μαυροκορδάτο: Στην Ήπειρο δεν υπάρχουν τουρκικά στρατόπεδα, στην Αρβανιτιά έμειναν λίγοι οπλοφόροι, πολλοί αποδεκατίσθηκαν, άλλοι βρίσκονται στην Ελλάδα, θα βρήτε χρήματα  που δεν υπάρχουν σε όλη τη Ρούμελη, καθώς και ζωοτροφές, να στείλετε στην Ήπειρο στρατό που να ενεργήσει και «δια την ταπείνωσιν μερικών καπιταναρέων και προεστώτων υπεροπτικών και τουρκολατρών».

Όμως τα γεγονότα έλαβαν διαφορετική τροπή και δεν τελεσφόρησαν οι  προσπάθειες των Σουλιωτών να παραμείνουν στο Σούλι (που το είχαν επανακτήσει τον Δεκέμβριο του 1820), ούτε οι εξεγέρσεις που υποκινήθηκαν από οπλαρχηγούς στα Τζουμέρκα, στο Ραδοβίζι και στην Πρέβεζα (1821, Μάιος), στην Πλάκα και στην Πάργα (Ιούλιος), στο Πέτα και στην Άρτα (Σεπτέμβριος – Νοέμβριος) και έπειτα πάλι στο Πέτα (1822) και στο Ραδοβίζι (1824). Κυριότερες αιτίες των δυσμενών εξελίξεων υπήρξαν οι εξής: α) Τα πολυπληθή σουλτανικά στρατεύματα που στρατοπέδευαν στα Γιάννενα κατά την πολιορκία του Αλή και εκείνα που διέρχονταν συχνά από την Ήπειρο, προερχόμενα από την Αλβανία και τη Δ. Μακεδονία, για να μεταβούν στην επαναστατημένη Ελλάδα, ήσαν πολύ ισχυρότερα. β) Οι εξεγέρσεις δεν ήσαν συντονισμένες και οι αρχηγοί τους διαφωνούσαν συχνά μεταξύ τους. γ) Στα αρματολίκια τοποθετήθηκαν δερβεντζήδες κυρίως Αλβανοί, οι δεν Έλληνες καπετάνιοι «προσκύνησαν» ή έγιναν κλέφτες και συχνά αλληλομάχονταν. δ) Ο Μαυροκορδάτος  έσφαλε ως πολεμικός αρχηγός και υπονόμευσε τη συμμαχία  Ελλήνων και Αλβανών οπλαρχηγών, υποπτευόμενος ότι αποσκοπούσε στη σύσταση ελληνοαλβανικού κράτους.

 

2. Στο Ζαγόρι, στο Πωγώνι και στη Δυτ. Μακεδονία

Στις περιοχές αυτές δεν έγιναν εξεγέρσεις οργανωμένες και επιτυχείς ένεκα των εξής λόγων πιστεύω: Βρίσκονταν γεωγραφικά αφ’ ενός μακριά από την επαναστατημένη Ελλάδα και αφ’ ετέρου κοντά στα Μπιτόλια (έδρα του σερασκέρη της Ρούμελης) και στους τόπους εκκίνησης των σουλτανικών στρατευμάτων. Συχνά διέρχονταν από αυτές σουλτανικά στρατεύματα αλλά και ομάδες  οπλοφόρων Αλβανών οι οποίοι είχαν πολεμήσει στην Ελλάδα, επέστρεφαν στις πατρίδες τους και απαιτούσαν να λάβουν από τους κατοίκους τους μισθούς που δεν τους κατέβαλαν οι πασάδες που τους είχαν στρατολογήσει. Το 1825 επανεμφανίσθηκε η ληστεία που είχε σχεδόν εκλείψει επί Αλή πασά, γι’ αυτό πολλά χωριά προσέλαβαν Αλβανούς ως έμμισθους προστάτες τους έναντι υψηλής αμοιβής που επιβάρυνε  σημαντικά τους κατοίκους, όπως τους επιβάρυναν και οι πρόσθετοι φόροι που επιβλήθηκαν  λόγω των πολεμικών δαπανών του κράτους. Επίσης επιβλήθηκαν αγγαρείες (εξαγοράσιμες) για τη μεταφορά πολεμοφοδίων στην κεντρική Ελλάδα ή στην εκτέλεση τεχνικών εργασιών εκεί, συχνά δε οι κάτοικοι υποχρεώνονταν να παρέχουν καταλύματα και τροφή στον στρατό, στους φοροεισπράκτορες και στους ληστές, οι οποίοι  επιπλέον απήγαγαν ομήρους και απαιτούσαν λύτρα για την απελευθέρωσή τους. Όποιοι αδυνατούσαν να δώσουν τα προαναφερθέντα πουλούσαν τα υπάρχοντά τους, δανείζονταν από τοκογλύφους, κρύβονταν στην ύπαιθρο ή μετοικούσαν. Ο Κιουταχής προσπάθησε να περιορίσει τα δεινά αυτά, αλλά με λίγες μόνο επιτυχίες. Επιπρόσθετα, στις εν λόγω περιοχές,  το 1823 ενέσκηψε επιδημία πανούκλας.

Υπό τις ως άνω συνθήκες, οι λίγες προσπάθειες εξέγερσης ματαιώθηκαν ή απέτυχαν. Οι Ζαγορίσιοι,  περί τις αρχές του 1821, πολέμησαν τους καταφυγόντες στον τόπο τους Αληπασαδικούς για να μη θεωρηθούν ως συνεργάτες τους και ζήτησαν από τον Πασόμπεη να εγκαταστήσει φρουρά στο Ζαγόρι. Στη Δυτ. Μακεδονία ο οπλαρχηγός  Γιαννούλας Ζιάκας ετοίμασε εξεγέρσεις αλλά προδόθηκε από προεστούς και ακολούθως συνεργάστηκε με τον Χουρσίτ. Το 1821 έγιναν σχετικές ζυμώσεις στη Σιάτιστα, στην Καστοριά, στη Νάουσα κ.α. (όχι στη Βέροια όπου οι περισσότεροι κάτοικοι ήσαν μουσουλμάνοι), αλλά, μετά την αποτυχημένη εξέγερση της Νάουσας και την καταστροφή της (13.4.1822), τρομοκρατήθηκαν από τους Τούρκους και αδράνησαν η Κοζάνη, η Σιάτιστα και ο Ζιάκας (που καταδιώχθηκε μέχρι τη Σαμαρίνα).  Το 1828, εν όψει της χάραξης των ελληνοτουρκικών συνόρων, ο Καποδίστριας παρότρυνε τους οπλαρχηγούς να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους με του Τούρκους. Κατά τα έτη 1821 -1829 πολλοί άνδρες των εν λόγω περιοχών προσήλθαν και αγωνίσθηκαν στην επαναστατημένη Ελλάδα.

 

Γ. Οι εξουσιαστές της επαρχίας Κόνιτσας 1820 – 29

1. Γενικά. Ο Κιουταχής, ο οποίος υπηρέτησε  στην Ήπειρο κατά 1821 – 1833 σποραδικά και διετέλεσε βαλής της Ρούμελης και διοικητής του πασαλικιού των Ιωαννίνων κατά τα έτη 1825 – 1833, έγραψε στους προεστούς και στους ραγιάδες του καζά ή βιλαετιού της Κόνιτσας το 1830: «...Εις το διάστημα των περασμένων δέκα χρόνων έγινε γνωστό και απεδείχθη το σατακάτι σας (=η αφοσίωσή σας) και αι πισταί εκδουλεύσεις σας και περί τούτου επληροφορήθη αδιστάκτως και  το κρατικόν δουβλέτι και εγώ». Ο σουλτάνος επιθυμεί «την καλήν αποκατάστασιν και αρμονίαν του τόπου  σας, γνωρίζω δε και πόσον σας αγαπώ δια τας  προς το Δουβλέτι ελιγιά και προς εμέ εκδουλεύσεις σας και πόσον αμοιβαίως και σεις με αγαπάτε ως κοινόν πατέρα και ευεργέτην σας δια τας οπωσούν χάριτας και περιποιήσεις οπού είδατε από μέρους μου».

 Αναφερόμενος ο Κιουταχής ότι οι προεστοί και οι ραγιάδες της επαρχίας κατά την δεκαετία 1820 – 30 παρέμειναν αφοσιωμένοι στο Δουβλέτι και πρόσφεραν σε αυτό εκδουλεύσεις, εννοούσε μάλλον ότι: α) δεν επαναστάτησαν, β) επιδοκίμασαν τις σουλτανικές διαταγές για την καθαίρεση του Αλή πασά, την καταστολή της ελληνικής επανάστασης και την επιβολή τάξης στην Ήπειρο, γ) πρόσφεραν εκδουλεύσεις στον Κιουταχή και στο Δοβλέτι. Ως εκδουλεύσεις εννοούσε μάλλον την πιστή εφαρμογή από τους προεστούς κρίσιμων ειδικών διαταγών που έλαβαν, τη σύμπραξη των ένοπλων κατοίκων στην καταδίωξη κακοποιών και την εκτέλεση αγγαρειών από τους κατοίκους, μετά το 1827 κυρίως.  Σε όλα αυτά συνετέλεσαν και οι «ευεργετικές» και «πατρικές» περιποιήσεις του Κιουταχή προς τους κατοίκους.

Οι αιτίες για τις οποίες οι κάτοικοι της επαρχίας δεν επαναστάτησαν δεν έχουν καταγραφεί στις πηγές που γνωρίζω.  Επειδή μερικές από τις αιτίες που σχετίζονται με την επιρροή που μπορούσαν να ασκήσουν σχετικώς στους κατοίκους, οι τότε εξουσιαστές της επαρχίας, περιλαμβανομένων και των μουσουλμάνων της Κόνιτσας, παραθέτω ακολούθως συνοπτικές πληροφορίες για τους μουσουλμάνους της Κόνιτσας και για τις ιδιότητες και τις δραστηριότητες των άλλων εξουσιαστών της επαρχίας κατά τα έτη 1820 – 29.

 

(περιοδικό ΚΟΝΙΤΣΑ, τ. 212)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου