Τα έθιμα της Αποκριάς

 

ΤΑ ΚΕΡΑΣΟΒΙΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ, ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ, ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΓΙΟΡΤΩΝ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

 

Του Αγίου Ευθυμίου (20 Ιανουαρίου)

Από την παραμονή της γιορτής οι νοικοκυρές ετοίμαζαν μια κουλούρα από καλαμποκίσιο αλεύρι, τη μπομπότα. Ανήμερα της γιορτής την πήγαιναν στην εκκλησία και αφού τη διάβαζε ο παπάς την έπαιρναν πάλι και την έδιναν μπουκιά μπουκιά να τη φάνε τα ζώα του σπιτιού για να έχουν προκοπή.

Αποκριές


Με το που άνοιγε το Τριώδιο, από την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου, άρχιζε το μασκάρεμα μέχρι την Κυριακή της Τυρινής, πριν την Καθαρή Δευτέρα.

Ντύνονταν όλοι, μικροί και μεγάλοι, νέοι και γέροι. Φορούσαν τα ρούχα ανάποδα, παλιόρουχα, κάπες και ό,τι άλλο έβρισκαν φτιάχνοντας απίθανους και αταίριαστους συνδυασμούς. Οι άντρες ντύνονταν νύφες και οι γυναίκες γαμπροί. Άλλοι ντύνονταν γριές, κρατούσαν ρόκα προσποιούμενοι ότι γνέθουν, καμπούριαζαν και περπατούσαν αργά μιμούμενοι τη φωνή κάποιας γερόντισσας. Άλλοι έπαιρναν μπαστούνια και έκαναν τους γέρους σατιρίζοντας τα γεράματα. Έβαφαν το πρόσωπο με καπνιά και έβαζαν στις τσέπες τους στάχτη για να την πετάξουν σε όσους έκαναν άσεμνα πειράγματα.

Το Σάββατο πριν την Κυριακή της Τυρινής, οι νέοι του χωριού πήγαιναν να κόψουν κέδρα για να τα κάψουν στην πλατεία και στις γειτονιές του χωριού  την άλλη μέρα. Αν είχε χιόνια και δεν μπορούσαν να βγουν στο βουνό, έμπαιναν στις αυλές και στις καλύβες κρυφά και έκλεβαν κέδρα που είχαν οι νοικοκυραίοι για να φάνε τα ζωντανά τους.

Το Σάββατο το βράδυ οι δρόμοι του χωριού γέμιζαν χαρούμενες φωνές από τις παρέες των μασκαράδων. Παντού άκουγες γέλια και πειράγματα.

Οι παρέες αυτές πήγαιναν σε φιλικά ή συγγενικά σπίτια και οι σπιτονοικοκυραίοι προσπαθούσαν να μαντέψουν την ταυτότητα των μασκαράδων. Αυτοί με τη σειρά τους για να τους παραπλανήσουν έπαιζαν θέατρο και στην προσπάθειά τους αυτή δημιουργούνταν κωμικές καταστάσεις με πολύ γέλιο.

Στο τραπέζι τους φίλευαν πίτες, τυρί, αυγά, ελιές, τουρσί και κρασί ή τσίπουρο.

Την Κυριακή της Τυρινής, μετά την εκκλησία, τα καρναβάλια ξανάβγαιναν στους δρόμους του χωριού και στα σπίτια το τραπέζι ήταν μόνιμα στρωμένο με τις λιχουδιές που αναφέραμε.

Το βράδυ συγκεντρώνονταν στην πλατεία ή στις γειτονιές και άναβαν φωτιές με τα κέδρα που είχαν συγκεντρώσει. Γύρω από τη φωτιά χόρευαν με τα κλαρίνα να τους συνοδεύουν. Όταν η φωτιά χαμήλωνε πηδούσαν από πάνω για να δείξουν την αξιοσύνη τους αλλά και για να καθαριστούν. Ανάμεσα στην πάνω και στην κάτω γειτονιά καλλιεργούνταν ένας ανταγωνισμός για το ποιος  έχει μεγαλύτερη φωτιά.

Το έθιμο της φωτιάς, όπως σημειώνουν οι λαογράφοι, συμβολίζει τον καθαρμό, τον εξαγνισμό από το κακό και δίνει την ευκαιρία να γεννηθεί κάτι αγνό και καινούριο.

Τα τραγούδια που τραγουδούσαν ήταν:

«Τον ψηλό τον άνδρα»

«Μην τον αγαπάτε τον ψηλόν τον άντρα

Πόσπερνε το χρόνο τρία στάχυα σπόρο

Κι έκλαιγε βρυχιόταν ποιος θα τον θερίσει

Ποιος θα τον θερίσει να τον βοτανίσει.

Κι η έρμη η γυμ]ναίκα τον παρηγορούσε:

-Σώπα σώπα άντρα δίνουμε καμπόσα

δίνουμε καμπόσα να τα βοτανίσουν

να τα βοτανίσουν να μας τα θερίσουν.»

Με το τραγούδι αυτό σατίριζαν τον τεμπέλη άντρα.

 

Άλλο τραγούδι αποκριάτικο ήταν το «Μπράϊ». Μ’ αυτό σατίριζαν τον τύπο του γυναικά.

«Μπράϊ πο την πόλη κι ως τη Σαλονίκη

γαϊτάνι πλέκει κι άi δεν αδειάζει

κι άi δεν αδειάζει να κυνηγήσει

να κυνηγήσει λαγόν περδίκα.

Μον κυνηγούσε τα μαύρα μάτια.

Μαύρα μου μάτια κι άϊ πλουμισμένα

Κλαίγαν τα μάτια μ’ όλο για σένα.»

 

Το τραγούδι «Δυο δυο» αναφέρονταν στα αρνητικά του γάμου και τι καλύτερη ευκαιρία από τη στιγμή του καρναβαλιού να εκφράσουν τα παράπονά τους.

«Δυο δυο κι άλλα δυο

μπάτε κορίτσια στο χορό

Μπατέ κορίτσια στο χορό

Τώρα που έχετε καιρό

Γιατ’ αύριο παντρεύεστε

Σπιτονοικοκυρεύεστε.

Δε σας αφήν οι άντρες σας

Να πάτε στις μανάδες σας.

Δε σας αφήν’ ο πεθερός

Να πάτ’ εκεί που ‘ν ο χορός.

Δε σας αφήν’ η πεθερά

 Να πάτ’ εκεί που ‘ν η χαρά

Δε σας αφήνουν τα παιδιά

Να πάτε σ’ άλλη γειτονιά.

Τους άντρες τους μεθύζουμε

Και τους αποκοιμίζουμε

Και τον κακό τον πεθερό

Τον δένουμε απ’ τον αργαλειό

Και την κακιά την πεθερά

Τη δένουμε απ’ την πυροστιά

Και τα παιδιά τα δέρνουμε

Κοντά μας δεν τα παίρνουμε

Του στρώνω δω του στρώνω κει

Του στρώνω έξω στην αυλή

Του στρώνω πέντε στρώματα

Πέντ’ έξι σκυλοτόμαρα

Του βάζω για προσκέφαλο

Ένα γαϊδαροκέφαλο.»

 

Το τραγούδι «Αχ μάνα μου» αναφέρεται κι αυτό στις δυσκολίες του γάμου:

«Αχ η μάνα μου, η κυρά μάνα μου

μικρή με πάντρεψε και με βασάνισε.

Μ’ έδωσε μακριά στην πάνω γειτονιά

Ήβρα πεθερά σαν την τριανταφυλλιά

Ήβρα πεθερό σαν τον αυγερινό

Ήβρα κι αντραδέρφια δυο που αχ να μην τα χαρώ.

Νύχτα με σήκωναν τα μεσάνυχτα

-Σήκω νύφη μας και κυρά νύφη μας

Σήκω να φτιάξεις τον καφέ για να πιεί ο πεθερός

Για να πιεί η πεθερά να πιουν τα αντραδέρφια δυο

Αχ που να μην τα χαρώ.»

 

Για τις γυναίκες που …αγαπούσαν πολύ τους άντρες τους τραγουδούσαν το «‘Άιντε ήρθε ο άντρας σου»:

«-Άιντε μωρέ άιντε ήρθ’ ο άντρας σου

-Άι κι αν ήρθε μωρέ κι αν τι

κι ου χουρός καλά κρατεί.

-Άιντε μωρ’ άιντε ν’ ότι πείνασε

-Άι κι αν πείνασε κι άι τι

κι ου χουρός καλά κρατεί

Το ψωμί είναι στο μεσάλι

Δώστε του να φάει τη ζάλη

-Άιντε μωρε άιντε ν’ ότι θέλ’ φαΐ.

-Το φαΐ είναι στη μισούρα (βαθύ πιάτο)

δώστε του να φάει τη ζούρα

     -Άιντε μωρ’ άιντε ν’ ότι πέθανε

      -Άι κι αν πέθανε κι άι τι

      -Κι ου χουρός καλά κρατεί.

Βάλτε τον βαθιά βαθιά

Να μη βγει καμιά βραδιά

Κι μας σκιάξει τα παιδιά

Τα παιδιά στη γειτονιά.»

 

Το τραγούδι «Έβαλα γρ-γρ-γρ»

«Έβαλα γρ-γρ-γρ έβαλα μια κλωσσαριά

με σαρά γρ-γρ-γρ με σαρανταπέντε αυγά

κι έβγαλε γρ-γρ-γρ κι έβγαλε κι αυτή δυο πλια

το ‘να ει γρ-γρ-γρ το’να είναι πέτσιοτας

τα’ άλλο ει γρ-γρ-γρ τ’ άλλο είναι κόκοτας.»

 

Το τραγούδι «Καλογριά» έχει σεξουαλικά υπονοούμενα απόλυτα συμβατά με το αποκριάτικο πνεύμα.

«Καλογριά έχ’ ο καλογριά έχ’ όμορφον υγιό

βάι βάι πουλί μου κι όμορφο παλικάρι

τον ζήλευε τον ζήλευε η γειτονιά

βάι βάι πουλί μου τον ζήλευε η χώρα.

Τον ζήλεψε κι η καλογριά

Βάι βάι πουλί μου άντρα για να τον κάνει

-Έλα γιόκα μ’, έλα γιόκα μ’ να πέσουμε

βάι βάι πουλί μου να κοιμηθούμ’ αντάμα

-Σώπα καλο- σώπα καλογριάμην το λες

βάι βάι πουλί μου και μην το κουβεντιάζεις

μην μας ακού- μην μας ακούσει ο Θεός

βάι βάι πουλί μου τρεις χρόνους δε θα βρέξει

Μη μας ακού- μην μας ακούσει η μαύρη γης

Βάι βάι πουλί μου τρεις χρόνους δεν καρπίσει.» 

 

Στο χωριό έλεγαν και τα πανελληνίως γνωστά τραγούδια «Πώς το τρίβουν το πιπέρι» και το «Στης ακρίβειας τον καιρό»:
»Στης ακρίβειας τον καιρό

Επαντρεύτηκα κι εγώ

Εμ και παίρνω μια γυναίκα

Που ‘τρωγε για πέντε δέκα

Μόλις την επρωτοπήρα

Μου ‘φαγε μια προβατίνα

Και τη δεύτερη βραδιά

προβατίνα μ’ εξι αρνιά

κι όταν πήγαινε να χέσει

έτρεμε ο χαλές να πέσει

κι όταν πάει να κατουρήσει

να ‘ταν μύλος να γυρίσει.»

Άλλο τραγούδι με σεξουαλικό περιεχόμενο ήταν το «Τσουραβέλα μ’ κρατσανή»:

«Τσουραβέ- μώρ’ τσουραβέ-

τσουραβέλα μ’ κρατσανή (δις)

πάει στο γάμο να χαρεί (δις)

και τη φόρτωσαν μαλλί.

‘γώ δεν ή-, μώρ’  ‘γώ δεν ή-

‘γώ δεν ήρθα για μαλλί (δις)

ήρθα για λίγο νινί,

να βρω τρύπα να τρυπώσω

και μαλλί ν’ ανακατώσω.»

 

Άλλο τραγούδι κι αυτό «άσεμνο» ήταν το «Τρεις καλές νοικοκυρές»

«Τρεις καλές νοικοκυρές

στο προσήλιο κάθουνταν

τα νινιά τους ψύριζαν

και μπατσούλες τα ‘κρουαν.

-Κάτσετε καλά νινιά

μη σας βρει κανά κακό

κάνα αγγούρι τρυφερό.

Πέντε ποντικοί βαρβάτοι

μου χαλάσαν το κρεβάτι

κι άλλοι δυο μουνουχισμένοι

μου το φτιάξαν οι καημένοι.»

 

Ένα άλλο με παρόμοιο περιεχόμενο ήταν το «Στου γαμπρού τη βρακαζούνα»:

«Στου γαμπρού τη βρακαζούνα

τρία ρόδια κρεμασμένα

το ‘να τ’ άστρο, τ’ άλλο η πούλια

τ’ άλλο του γαμπρού η σακκούλα

το μεσαίο το τσιλικιένιο

το ‘χει η νύφη καπαρωμένο.»

 

Άλλο τραγούδι ήταν το «Στρίτζι στρίτζι στην κρανιά»

«Στρίτζι στρίτζι στην κρανιά

που ξουρίζουν εννιά μουνιά.

Πάει κι ο πούτσος να τα δει

και τον διώξαν από κει

δίχως να γαμήσει μουνί.

Φεύγα πούτσκαρε σια πέρα,

μη μας παίρνεις τον αέρα,

πουτσκαρέλα, πουτσκαρέλα.»

 

«Απόψε, κυρά νύφη, θα παίξει ο μάνταλος

τα δυο κουπιά κι ο δαυλός ο ξεσκούφωτος.

Το καινούριο το μαχαίρι σε καινούρια τρύπα μπαίνει.

Δυο ποδάρια σηκωμένα κι άλλα δυο γονατισμένα,

μια κοιλιά βαρεί την άλλη, γίνεται χαρά μεγάλη.»

 

Πολλές φορές αυτά τα τραγούδια τα τραγουδούσαν χορωδιακά σε παρέες χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων.

Την Κυριακή της Τυροφάγου τα νιόπαντρα ζευγάρια και τα παιδιά πήγαιναν να επισκεφθούν τους κουμπάρους και το νουνό τους. Εκεί τους φίλευαν αυγά τηγανιτά, πίτες με τυρί και φεύγοντας τους πρόσφεραν ένα αυγό βραστό να το πάρουν μαζί τους. Η επίσκεψη έπρεπε να γίνει μέχρι το απόγευμα γιατί μετά είχαν να πάνε στις φωτιές.

Αφού τελείωναν με τους χορούς στις φωτιές μαζεύονταν σε συγγενικά σπίτια και μασκαρεμένοι όπως ήταν έκαναν το έθιμο του «χάσκα»

Από μια ρόκα κρεμούσαν ένα βρασμένο αυγό και η νοικοκυρά με προσεκτικές κινήσεις σημάδευε το στόμα του καθενός της παρέας με τη σειρά κι αυτός με τη σειρά του, χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χέρια του, έπρεπε να το πιάσει μόνο με το στόμα. Αν το κατάφερνε έτρωγε το αυγό και στη συνέχεια έβαζαν άλλο για να προσπαθήσει κι ο επόμενος.

Το έθιμο αυτό το κάνουν και σε άλλες περιοχές και μάλιστα αντί για αυγό βάζουν ένα γλυκό.

Την Κυριακή της Τυρινής υπήρχε κι ένα άλλο όμορφο και βαθιά ανθρώπινο έθιμο. Αν κάποιον τον βάραινε κάποιο μικρό ή μεγάλο κρίμα πήγαινε στον συγγενή του και ζητούσε συγχώρεση.

 

Η Καθαρή Δευτέρα

Πρωί πρωί έπρεπε να καθαρίσουν τα αγγειά του σπιτιού. ΄

Έβαζαν να βράσει νερό με στάχτη κι έφτιαχναν έτσι την «καταστάλα». Μ’ αυτήν έτριβαν όλα τα μαγειρικά σκεύη για να είναι καθαρά. Μαζί καθάριζαν βέβαια και όλο το σπίτι.

Το τραπέζι τη μέρα αυτή έχει πια μόνο νηστίσιμα φαγητά: φασολάδα αλάδωτα, τουρσί, ελιές, ξηρούς καρπούς και «σκίσματα» για γλυκό. Αυτά ήταν φέτες από αποξηραμένα φρούτα τα οποία τα έβραζαν και τα έτρωγαν σαν κομπόστα. Οι πιο ηλικιωμένες γυναίκες δεν έβαζαν τίποτα στο στόμα τη μέρα αυτή. Στα μικρά παιδιά που ήθελαν να φάνε τυρί τους έλεγαν: «Πάει το τυρί, το πήρε ο κουτσογόμαρος και το πήγε στο Σμόλικα! Θα το φέρει το Πάσχα!»

Το απόγευμα έβγαιναν τα όργανα στην πλατεία όπου οι κάτοικοι μασκαρεμένοι χόρευαν και γλεντούσαν.

Ό,τι περίσσευε από  τα αρτύσιμα φαγητά της Κυριακής της Τυρινής τα έτρωγαν το ερχόμενο Σάββατο των Αγίων Θεοδώρων. Οι προνομιούχοι βέβαια ήταν οι άντρες και τα παιδιά.

 

25η Μαρτίου, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου

Τα παιδιά του χωριού από την παραμονή της γιορτής πήγαιναν στους τσελιγκάδες και έπαιρναν τα μεγάλα κυπριά και τις κουδούνες που έβαζαν στα ζωντανά τους. Διάλεγαν τα μεγαλύτερα για να κάνουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο θόρυβο. Τα περνούσαν σε ένα στρογγυλό και μακρύ ξύλο, τα φορούσαν στο λαιμό ή τα κρατούσαν στο χέρι και περιφέρονταν στους δρόμους. Τα κουνούσαν με δύναμη και τραγουδούσαν:

«Ήρθε η Βαγγελίστρα

τι χαρά μεγάλη

κόψε το κεφάλι

ρίξ’ το στο ποτάμι

να το φαν’ τα τσιροπούλια

και τα μαύρα χελιδόνια.»

Ένα από τα παιδιά κρατούσε ένα καλάθι για να μαζεύει τα κεράσματα. Οι νοικοκυρές έβγαιναν στις πόρτες και τους έδιναν αυγά, ξηρούς καρπούς, καραμέλες και σπάνια χρήματα.

Ο δυνατός θόρυβος ήταν ένας τρόπος να διώξουν τον κακό χειμώνα και να πανηγυρίσουν τον ερχομό της πολυπόθητης άνοιξης.

 

ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

 

Το Σάββατο του Λαζάρου

Την ημέρα αυτή τα παιδιά του χωριού έλεγαν κάλαντα κρατώντας στα χέρια τους τα ‘χελιδόνια’.

Τα ‘χελιδόνια’ ήταν ένα ξύλο που είχε έλικες από χρωματιστά χαρτιά και καθώς τα παιδιά το κουνούσαν πάνω κάτω περιστρέφονταν. Το παιχνίδι αυτό το έφτιαχναν τα παιδιά μόνα τους. Στην κορυφή του ξύλου ΄΄εβαζαν ένα σκαλιστό ξύλινο πουλάκι.

Εκτός από τα ‘χελιδόνια’ ένα παιδί κρατούσε ένα σταυρό στολισμένο με λουλούδια. Ένα άλλο παιδί κρατούσε ένα καλάθι για να μαζεύει τα αυγά που τους έδιναν οι νοικοκυρές.

Τραγουδούσαν τα παρακάτω τραγούδια:

«Σήμερα έρχεται ο Χριστός ο επουράνιος Θεός

και στην πόλη Βηθανία με κλαδών και με βαΐα.

Βγείτε σας παρακαλούμε για να σας διηγηθούμε

Για να μάθετε τι εγίνει σήμερα στην Παλαιστίνη

Μάρθα κλαίει και Μαρία έξω από τη Βηθανία

Λάζαρον τον αδερφό της  και γλυκύ τον καρδιακό της .

Τρεις ημέρες  τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν

Την ημέρα την Τετάρτη κίνησ’ ο χριστός για να ‘ρθει..

Και εβγήκε η Μαρία έξω από τη Βηθανία

Και εμπρός του γονατίζει και τους πόδας του φιλεί.

-Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου, Κύριέ μου και Θεέ μου

δε θα πέθαιν’ ο αδερφός μου και ο φίλος ο δικός σου.

Μα τώρα κι εγώ πιστεύω και καλώς το ηξεύρω.

Τότε ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει:

-Άδη, Τάρταρε και Χάρε και το Λάζαρο θα πάρω.

Δεύρω έξω Λάζαρέ μου φίλε και αγαπητέ μου

Τότε ο Λάζαρος σηκώθη ζωντανός σαβανωμένος

Ζωντανός σαβανωμένος και με τα κεριά ζωσμένος.

-Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη που επήγες;

-Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.

Δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι

Της καρδούλας των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον.»

 

Μετά έλεγαν την ευχή:

«Του χρόνου πάλιν εύχομαι με υγεία να σας βρούμε

στα σπίτια σας χαρούμενοι όλοι να τραγουδούμε!» 

 

Αν το σπίτι είχε μικρό παιδί αγόρι ή κορίτσι έλεγαν αντίστοιχα το τραγουδάκι:

«Ένα μικρό μικρούτσικο μικρό και χαϊδεμένο

η μάνα του το προβοδεί στο δάσκαλο να πάει

κι ο δάσκαλος το καρτερεί μ’ ένα μοσχοκλωνάρι

κλωνάρι μοσχοκλώναρο και μοσχομυρισμένο

-       Παιδί μου πουν’ τα γράμματα, παιδί μου πού είν’ ο νους σου

-       Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ο νους μου πέρα ως πέρα

Πέρα πέρα κι αντίπερα πέρα στις μαυρομάτες.»

 

« Φραγγίτσα δω Φραγγίτσα κει Φραγγίτσα πάει στη βρύση

με το γιορτάνι στο λαιμό με τη λιανή τη μέση

και με το ‘σημοζούναρο χαμπλά χαμπλά ζωσμένη

πό ‘χει το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σαν γαϊτάνι

το πάνω ματοτσίνορο σα ελληνικό δοξάρι.»

 

Η Κυριακή των Βαΐων

Την ημέρα αυτή στην εκκλησία ο παπάς μοιράζει στους πιστούς κλαδιά από δάφνη και οι νοικοκυρές τα φυλάνε στο εικόνισμα. Τα φύλλα αυτά τα χρησιμοποιούσαν βέβαια και στη μαγειρική αλλά και για ξεμάτιασμα ανθρώπων και ζώων. Τα έκαιγαν και πίστευαν ότι ο καπνός διώχνει το κακό.

Την Κυριακή των Βαΐων τρώνε μπακαλιάρο σκορδαλιά ή μπακαλιάρο με κρεμμύδια ή με ρύζι.

Από την ημέρα αυτή έπρεπε να αρχίσουν να φτιάχνουν τη βαφή για τα κόκκινα αυγά που θα έβαφαν τη Μεγάλη Πέμπτη. Στα μπακάλικα του χωριού πουλούσαν ένα ειδικό ξύλο που λεγόταν ‘μπακάμη’ (αιματόξυλο). Το έβαζαν στο νερό να μουλιάσει κι αυτό έβγαζε ένα κόκκινο χρώμα.

 

Η Μεγάλη Πέμπτη

Τη ημέρα αυτή πρώτη και κύρια δουλειά στο σπίτι ήταν το βάψιμο των κόκκινων αυγών με τη ‘μπακάμη’. Με τη μπογιά που περίσσευε έβαφαν την πλάτη ή το κεφάλι των οικόσιτων ζώων. Την υπόλοιπη θα τη χύσουν στο ποτάμι της Αναλήψεως.

Μερικά αυγά τα ζωγράφιζαν με βιτριόλι που προμηθεύονταν από τους καλαντζήδες. Σχεδίαζαν λουλούδια ή έγραφαν Χ.Α. (Χριστός Ανέστη). Τα αυγά αυτά τα έλεγαν ‘περδίκες’ και τα πρόσφεραν οι νονοί στα βαφτιστήρια τους ή οι πεθερές στις νεαρές νύφες και στα αρραβωνιασμένα ζευγάρια μαζί με μια κουλούρα ρουφτένια (από  αλεύρι ρεβιθιού) μ’ ένα αυγό στη μέση.

Πολλές νοικοκυρές από τη Μεγάλη Τετάρτη ή το Μεγάλο Σάββατο έφτιαχναν κουλούρες ρουφτένιες.

Την ημέρα αυτή τα κορίτσια του χωριού πήγαιναν να μαζέψουν αγριολούλουδα, ίτσια, πασχαλούδες και μάραντα για να στολίσουν τον Επιτάφιο.

Τη Μεγάλη Πέμπτη θα βράσουν και τη φασολάδα για την επόμενη μέρα γιατί τη Μεγάλη Παρασκευή δεν επιτρέπεται να κάνουν καμία δουλειά.

Την Μεγάλη Πέμπτη αγόραζαν τις λαμπάδες, μία για κάθε μέλος της οικογένειας και ακόμη δώδεκα για να τις ανάψουν στα εξωκλήσια του χωριού. Σε όσα δεν μπορούσαν να πάνε, έδιναν τις λαμπάδες στους κτήτορες την εκκλησιών.

 

Η Μεγάλη Παρασκευή

Είναι ημέρα μεγάλου πένθους για τη σταύρωση του Χριστού και οι γυναίκες που ξαγρυπνούν στην εκκλησία ψάλουν το ‘Σήμερα μαύρος ουρανός’:

«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα

σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται

σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι

οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρεις καταραμένοι

για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων  Βασιλέα

Κι ο Κύριος ηθέλησε να μπει στο περιβόλι

Να λάβει δείπνο μυστικό για να τον λάβουν όλοι

Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της

Τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της

Φωνή της ήρθε εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα

-Πάψε Κυρά τις προσευχές, πάψε και τις μετάνοιες

το γιο σου τον επιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε

Μες στου  Πιλάτου τα σουβλιά εκεί τον τυρανάνε

Χαλκιά χαλκιά φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία πιρόνια.

Κι αυτός ο παλιοφαραός βαρεί και φτιάνει πέντα.

-Συ φαραέ που τα ‘φτιαξες πρέπει να μας διδάξεις

-Τώρα που με ρωτήσατε, εγώ θα σας διδάξω.

Βάλτε τα δυο στα πόδια του, τα δυο στα λυτροπόδια.

Το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδούλα

Να τρέξει αίμα και νερό, να λιγωθεί η ψυχούλα.

Η Παναγιά σαν τα’ άκουσε, έπεσε και λιγώθει.

Στάμνες νερό της έριχναν, τρία κανάτια μούστο

Και τρία μυροδόσταμα ώσπου να έρθει ο νους της.

Ζητεί μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει.

Ζητά φωτιά για να καεί για το μονογενή της.

-Μάνα μ’ αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιούνται οι μάνες όλες

Μάνα μ’ αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιούνται οι μάνες όλες

Μάνα μου αν καείς εσύ , καίγονται οι μάνες όλες

Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή κι η μάνα του Λαζάρου

Κι η αδερφή του Ιακώβ οι τέσσερις αντάμα.

Κίνησαν το στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι

Το μονοπάτι τ’ς  έβγαλε μες στου ληστού την πόρτα

-Ανοίξτε πόρτες του ληστού και πόρτες του Πιλάτου.

Κι οι πόρτες απ’ το φόβο τους άνοιξαν μοναχές τους

Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δε γνωρίζει

Τηράει και δεξιότερα, βλέπει τον Άγιο Γιάννη

-Άϊ-Γιάννη μου και Πρόδρομε και βαφτιστή του γιου μου

μην είδες τον ιγιόκα μου και το διδάσκαλό σου;

-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω

δεν έχω χέρι πάλαμο για να σου τον εδείξω

μον’ τήρα κείνον τον γυμνό τον παραπονεμένο

όπου φοράει πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο

όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι.

-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;

-Τι να πω μανούλα μου, τι διάφορο δεν έχεις

μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσονύχτι

όταν λαλήσει ο πετεινός, σημάνουν οι καμπάνες.

Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια

Σημαίνει κι η Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι

Όποιος το λέγει σώζεται κι όποιος τα’ ακούει αγιάζει

Κι όποιος το καλοαφκράζεται, παράδεισο θα λάβει

Παράδεισο κι αϊ-λίβανο από τον άγιο Τάφο.»

 

Το παρακάτω τραγούδι το έλεγαν όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα αλλά και το Σάββατο του Λαζάρου με τα ‘χελιδόνια’.:

«Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο

εκεί δέντρος δεν ήτανε, δέντρος εφανερώθη.

Ο δέντρος ήταν ο Χριστός κι η ρίζα η Παναγία

Κι αυτά τα μοσχοκλώναρα ήταν οι μαθητές του

Κι αυτά τα φύλλα πο’ πεφταν ήταν οι μάρτυρές του

Που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα πάθη

-Χριστέ μου ποιος σε σταύρωσε; Οι άνομοι Εβραίοι.

Οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι.»

 

Το παρακάτω τραγούδι το τραγουδούσαν οι κοπέλες όταν έβγαινε το φεγγάρι της Πασχαλιάς. Κρατούσαν στο χέρι τους ένα αντικείμενο χρυσό ή ασημένιο και περίμεναν το βράδυ πότε θα σκάσει στον ορίζοντα το λαμπρό φεγγάρι. Και μόλις ξεπρόβαλε πίσω από τις βουνοκορφές του Σμόλικα άρχιζαν το χορό τραγουδώντας το τραγουδάκι:

«Νιο φεγγάρι, νιο παλικάρι

νιο σπυρί μαργαριτάρι

τα τσιαμπάδια (μαλλιά) ως το ζ’νάρι

κι η σακούλα του γιομάτη

λίρες, λίρες, λίρες, νομ (δωσ’ μου) κι εμένα λίρες

λίρες, λίρες, λίρες.»

 

Το Μεγάλο Σάββατο

Στα σπίτια ετοίμαζαν τον οβελία και τη μαγειρίτσα. Η πεθερά, αν είχε αρραβωνιασμένο γιο,  έπαιρνε μια λαμπάδα στολισμένη με φιόγκο, μια κουλούρα ρουφτένια (από αλεύρι ρεβιθιού), ένα κόκκινο αυγό και πήγαινε να τα προσφέρει στην αρραβωνιαστικιά του γιου της.

 

Η Ανάσταση

Στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας η καμπάνα για τη γιορτή της Ανάστασης χτυπούσε στις 2 τα μεσάνυχτα για να μπορούν να έρθουν κρυφά στα σπίτια και να γιορτάσουν μαζί με τις οικογένειές τους και οι Κλέφτες που ζούσαν στα βουνά έξω από το χωριό.

Όταν μετά την εκκλησία γύριζαν στο σπίτι έτρωγαν τη μαγειρίτσα. Την άλλη μέρα πήγαιναν πάλι στην εκκλησία για να γιορτάσουν τη Δεύτερη Ανάσταση. Μετά το τέλος της λειτουργίας οι γυνάικες χόρευαν στην πλατεία της εκκλησίας το τραγούδι ‘Σήμερα Δέσπω μ’ Πασχαλιά’. Το χόρευαν τραγουδώντας χωρίς τη συνοδεία οργάνων.

 

«Ορέ σήμερα Δέσπω μ’ Πασχαλιά

κι αύριο είναι πανηγύρι, μα το Χριστός Ανέστη

κι αύριο είναι πανηγύρι μα το Αληθώς Ανέστη

ορέ ‘ν’ όλες οι νύφες στο χορό

κι όλες οι μαυρομάτες μα το Χριστός Ανέστη

κι όλες μαυρομάτες μα το Αληθώς Ανέστη

 

Ορέ κι εσύ Δέσπω μ’ δε φαίνεσαι

Μες στο χορό να σέρνεις μα το Χριστός Ανέστη

Μες στο  χορό να σέρνεις μα το Αληθώς Ανέστη

 

Ορέ μάνα μου κλαίει το παιδί

Μάνα μου δε μ’ αφήνει, μα το Χριστός Ανέστη

Μάνα μου δε μ’ αφήνει, μα το Αληθώς Ανέστη.

 

Ορ’ε Δέσπω μ’ δώσ’  του ένα αυγό

Να παίξει να ξεχάσει, μα το Χριστός Ανέστη

Να παίξει να ξεχάσει, μα τ’ Αληθώς Ανέστη.»

 

Το παραδοσιακό αρνί το έψηναν συνήθως στον πέτρινο φούρνο του σπιτιού γιατί οι καιρικές συνθήκες δεν επέτρεπαν το ψήσιμο στη σούβλα. Το τραπέζι βέβαια ήταν πολύ πλούσιο για τη μέρα αυτή με τα δεδομένα της εποχής φυσικά.

Τη Δευτέρα μετά την Ανάσταση τσούγκριζαν τα κόκκινα αυγά και πήγαιναν επισκέψεις στους εορτάζοντες.

Κάθε μέρα την εβδομάδα της Διακαινησίμου λειτουργούσαν, όπως και σήμερα βέβαια, όλα τα εξωκλήσια του χωριού με τη σειρά.

Τη Δευτέρα πήγαιναν στον Αϊ-Γιώργη αν ήταν η γιορτή του, την Τρίτη στον Άγιο Νικόλαο, την Τετάρτη στον Άϊ-Δημήτρη, Την Πέμπτη στην Αγία Βαρβάρα, την Παρασκευή  Στην Αγία Παρασκευή. Την  Πρωτομαγιά πήγαιναν στον Άϊ-Λια και στον Άγιο Αθανάσιο πήγαιναν στις 2 Μαΐου. Την Πρωτομαγιά, γιορτή της φύσης, στόλιζαν τις μπούκλες (ξύλινα παγούρια) με λουλούδια, έδεναν στη μέση μια χλιδρονιά (αναρριχητικό φυτό), στο κεφάλι έβαζαν ένα στεφάνι από λουλούδια.

Την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου έπρεπε να κανονίσουν σε ποιον τσομπάνο θα δώσουν τα οικόσιτα ζώα τους, γίδια ή πρόβατα, για να τα ξεκαλοκαιριάσει στο βουνό. Η διάρκεια της συμφωνίας έληγε την ημέρα της γιορτής του Αγίου Δημητρίου στις 26 Οκτωβρίου. Περισσότερα για τα έθιμα που αναφέρονται στην κτηνοτροφική ζωή των κατοίκων θα μιλήσουμε σε ξεχωριστή  ενότητα.

 

Του Αγίου Κωνσταντίνου

Την  ημέρα αυτή οι τσοπαναραίοι συγκέντρωναν τα οικόσιτα ζώα και τα έβγαζαν έξω στα βουνά του χωριού για να ξεκαλοκαιριάσουν μέχρι τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου οπότε θα τα έφερναν πίσω στο χωριό γιατί το χειμώνα τα κρατούσαν στα σπίτια τους οι ιδιοκτήτες.

Το κοπάδι το συνόδευαν οι γυναίκες μέχρι την άκρη του χωριού και γυρίζοντας πίσω έκοβαν ένα κλαδί κρανιάς και λίγο χορτάρι κι αυτά τα τρύπωναν στον τοίχο δίπλα στην αυλόπορτα του σπιτιού. Αυτό το έκαναν κάθε φορά που ξεπροβοδούσαν τους άντρες τους για να πάνε ταξίδι στα ‘ξένα’ για να ασκήσουν τη μαστορική. Τότε όμως έκοβαν μόνο κλαδί κρανιάς. Έτσι έμεινα η φράση ‘Θα κόψουμε κρανιά και για σένα’.

 

Της Αναλήψεως

Την ημέρα αυτή οι γυναίκες πήγαιναν στο ποτάμι παίρνοντας μαζί τους και τα μικρότερα παιδιά. Στο νερό του ποταμού έχυναν τη μπογιά που είχαν βάψει τα αυγά κι έπειτα έλουζαν το κεφάλι κι έπλεναν τα πόδια τους.

 

Της Πεντηκοστής – Τα ‘Ρουσάλια’

Το Σάββατο της Πεντηκοστής σε κάθε σπίτι οι νοικοκυρές ΄φτιάχνουν πίτες και τις πάνε στην εκκλησία για να τις προσφέρουν στις ψυχές των νεκρών. Πιστεύουν ότι από την Μεγάλη Πέμπτη οι ψυχές των αγαπημένων προσώπων που έχουν πεθάνει κατεβαίνουν στη γη, καθώς κι ο Χριστός με την Ανάστασή του νίκησε το θάνατο, μέχρι που ξαναφεύγουν την ημέρα της Πεντηκοστής.

Οι πίτες είναι συνήθως κλωστές (στριφτές) με τυρί ή γλυκές με καρύδια και ζάχαρη. Τις πάνε νωρίς νωρίς στην εκκλησία με μια λαμπάδα κι ένα πανέρι με τριαντάφυλλα. Μετά τη λειτουργία τις μοιράζουν στον κόσμο για να τις φάνε και να συγχωρέσουν τους νεκρούς για να επιστρέψουν ευχαριστημένοι  στον ουρανό. Την εκκλησία πρέπει να αφήσουν και τις λαμπάδες που δεν είχαν καεί την Ανάσταση.

Το έθιμο αυτό το λένε ‘ρουσάλια’ και ίσως να προέρχεται από το λατινικό rosa που σημαίνει τριαντάφυλλο.

Την Τρίτη, μετά τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος, θα γίνει λειτουργία στο εξωκλήσι της Αγίας Τριάδας.

 

Η Πιρπιρούνα

Το έθιμο αυτό γινόταν για να προκαλέσουν τη φύση να φέρει βροχή και γινόταν συνήθως Μάιο ή Ιούνιο όταν η βροχή ήταν απαραίτητη για να φυτρώσουν οι καλλιέργειες. Είναι ένα έθιμο με καταγωγή από την εποχή της ειδωλολατρίας.

Οι γυναίκες του χωριού μάζευαν από το ποτάμι φύλλα από ‘παρπαντίλες’, είναι πλατιά φύλλα από ένα υδρόφιλο ποώδες φυτό και μ’ αυτά έντυναν ένα κορίτσι ορφανό από πατέρα και το έκαναν πιρπιρούνα.

Το τύλιγαν με τα φύλλα από κάτω προς τα πάνω σαν τα λέπια του ψαριού ώστε να μην το βρέξουν όταν θα έριχναν νερό πάνω του. Το κάλυπταν μέχρι και το κεφάλι αφήνοντας μόνο δυο τρύπες στα μάτια για να βλέπει.

Στη συνέχεια έπαιρναν την πιρπιρούνα και τη γύριζαν στα σπίτια του χωριού τραγουδώντας:

«Πιρπιρούνα περπατούσε

το θεό παρακαλούσε

-Κύργιέ μ’ βρέξε μια δροσούλα

για τα στάρια τα κριθάρια

 για τα στάρια τα κριθάρια

για τις όμορφες τις βρύζες.

 

Και αλλάζοντας το ρυθμό, συνέχιζαν:

«Τι ‘ναι κείνο πο’ ‘ρχεται

-Σύννεφο με τη βροχή

σύννεφο με τη βροχή

μπάρες μπάρες το νερό

μπάρες μπάρες το νερό

λίμνες λίμνες το κρασί.»

Η κάθε νοικοκυρά έβγαινε μ’ ένα τσουκάλι και το έριχνε πάνω στην πιρπιρούνα με την ευχή να βρέξει. Ό,τι μάζευαν από τα σπίτια τα έδιναν στην κοπέλα για αμοιβή. Πολλές μαρτυρίες αναφέρουν ότι μετά την πιρπιρούνα έβρεχε και οι κάτοικοι ήταν ευτυχισμένοι.

 

Αφήγηση: Μαριάνθη Βάϊλα,  Ανδρομάχη Κ. Γελαδάρη

Συγγραφή: Δημήτρης Τέλλης

Τα έθιμα του Δωδεκαήμερου

 

ΤΑ ΚΕΡΑΣΟΒΙΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ

Ουσιαστικά τα έθιμα των Χριστουγέννων αρχίζουν λίγες μέρες πριν τη γιορτή με το σφάξιμο του οικόσιτου χοίρου που έτρεφε η κάθε οικογένεια από την άνοιξη γι’ αυτό το σκοπό. Οι πιο φτωχές μεγάλωναν το γουρούνι συνεταιρικά και στο τέλος μοιράζονταν το κρέας του.

Το σφάξιμο ήταν πραγματική ιεροτελεστία, τέτοια που παραπέμπει σε αρχαίες θυσίες. Μ’ ένα θυμιατήρι θυμιάτιζαν το σφάγιο και έβαζαν στο στόμα του ένα κρεμμύδι. Τα παιδιά περίμεναν αυτό το γεγονός με ιδιαίτερη ανυπομονησία. Έπαιρναν την ουρήθρα του ζώου και την έκαναν μπάλα. Τη χτυπούσαν πρώτα σε μια πέτρα για να καθαριστεί από τα λίπη. Μετά τη φούσκωναν και την έδεναν καλά. Μια πραγματική δερμάτινη μπάλα!

Τα γουρούνι (γ’ρούνι) ήταν πραγματικός θησαυρός για την οικονομία του σπιτιού την εποχή εκείνη. Κατ’ αρχήν έφτιαχναν τον πατσά που θα έτρωγαν όμως την ημέρα των Φώτων. Με το δέρμα του κατασκεύαζαν αυτοσχεδια παπούτσια, τα γουρνοτσάρουχα.Το λίπος του το έλιωναν , το αποθήκευαν σε βαρέλια (κάδιοι) και το χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική καθώς το λάδι ήταν δυσεύρετο. Τα μικρά κομμάτια  του λίπους που δεν έλιωναν τελείως, καθώς είχαν λίγο κρέας, τα φύλαγαν για άλλες χρήσεις. Τις τσιγαρίδες όπως τις έλεγαν, τις έβαζαν στις πίτες ή στο μπομπότο ( από καλαμποκίσιο αλεύρι) ψωμί για να νοστιμίσουν. Το κρέας του γουρουνιού το έκαναν παστό ή λουκάνικα (λουκανίτσες). Για να τις φτιάξουν ψιλόκοβαν πρώτα το κρέας, το ανακάτευαν με ψιλοκομμένα πράσα και κρεμμύδια, έριχναν ρίγανη και τα κρεμούσαν στο ταβάνι του κελαριού σε θηλιές.

Παραμονή των Χριστουγέννων

Από την προπαραμονή οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τις κουλούρες ( προσφόλια) που θα έδιναν στα παιδιά που θα περνούσαν την επόμενη μέρα για να πουν τα κάλαντα (να κολιαντίσουν) . Για τα παιδιά που ήταν πιο κοντινοί συγγενείς έφτιαχναν μεγαλύτερα προσφόλια. Αυτά τα σφράγιζαν με τα σχέδια που έχει στο χερούλι η σφραγίδα που βάζουν στα πρόσφορα που πηγαίνουν στην εκκλησία.

Την παραμονή οι νονές έπρεπε να πάνε τα δώρα τους στα βαφτιστήρια. Τα δώρα ήταν συνήθως μια περιποιημένη κουλούρα, λίγα ζαχαρωτά ή κανένα ρουχαλάκι που του είχαν πλέξει. Το ίδιο έπρεπε να κάνει και η πεθερά στην αρραβωνιαστικιά του γιου της. Αυτή εκτός από την κουλούρα και τα ζαχαρωτά θα της δώριζε και μαντίλι «καλαματιανο’, αν είχε.

Την παραμονή πρωί πρωί, προτού ο παπάς χτυπήσει την καμπάνα, τα παιδιά του χωριού έπαιρναν τις ‘τζιουμάκες’ και εξορμούσαν στα σπίτια. Οι τζιουμάκες ήταν ένα μακρύ ξύλο από κρανιά σαν μπαστούνι το οποίο στη μια άκρη του είχε ένα εξώγκομα ίσα με μια γροθιά. Μ’ αυτά χτυπούσαν τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών και τραγουδούσαν: ‘Κόλιντα, μέλιντα, τώρα και του χρόνου…’ Καθώς οι παρέες των παιδιών διέσχιζαν τα σοκάκια του χωριού μέσα στη νύχτα του χειμώνα έσπαγαν με τις τζιουμάκες τους τους φράχτες των σπιτιών και των κήπων για να γελάσουν. Οι ιδιοκτήτες άλλοι φώναζαν και μάλωναν και άλλοι το δέχονταν ως αναγκαίο κακό. Σε πολλά σπίτια οι νοικοκυρές άνοιγαν την πόρτα στα παιδιά κι αυτά μ’ ένα κλαδί κέδρου που κρατούσαν στα χέρια τους ανακάτευαν τη φωτιά στο τζάκι λέγοντας: ‘Ζιάρα, αρνιά, κατσίκια…’ Μια ευχή για να γεννιούνται θηλυκά ζώα.

Μετά την εκκλησία τα παιδιά του χωριού συγκεντρώνονταν στην πλατεία με τα κεντητά σακούλια τους στην πλάτη για να πάνε να πούνε τα κάλαντα χωρίς τις τζιουμάκες αυτή τη φορά. Μέσα στο σακούλι η μάνα τους έβαζε ένα προσφόλι, λίγα καρύδια, σύκα ή ζαχαρωτά. Πήγαιναν σε όλα τα σπίτια του χωριού και οι παρέες τους αποτελούνταν από 8 έως 10 άτομα. Μουσικά όργανα δεν είχαν.

Μπαίνοντας στην αυλή του σπιτιού, Φώναζαν: ‘Να τα πούμε;’ Κι άρχιζαν:

«Κόλιντα, μέλιντα, τώρα και του χρόνου

ου Χριστός γηννιέτι, γηννιέτι  κι βαφτίζιτι

στα σούραντα (ουράνια) σ’ απάνου

κι οι άγγελοι χαίρουντι και τα δαιμόνια σκάζουν

σκάζουν και πλαντάζουν, τα σίδερα δαγκάνουν.

Νό’ μου (δώσ’ μου) μπάμπου κ’λούρα

Να μη σ’ τσακίσου τα’ θύρα και την παραθύρα

Ξύδι στο βαένι, ρακί στο κολοκύθι.

Δυο χιλιάδες πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια

που βόσκουν τα κατσίκια στου μέγα του χουραφ’»

Την ώρα αυτή οι νοικοκυρές έψηναν τα ‘σπάργανα του Χριστού’. Έφτιαχναν ένα είδος χυλού με αλεύρι χωρίς αλάτι. Στο τζάκι, πάνω στην πυροστιά, τοποθετούσαν μια πέτρινη πλάκα. Στην πλάκα αυτή έριχναν με μια κουτάλα το χυλό και τον άλωναν με τον πλάστη. Μετά το γύριζαν κι από την άλλη για να ψηθεί κι από τις δυο πλευρές. Για να τα φάνε τα ράντιζαν με βούτυρο ή με μέλι και καρύδια.

Άλλο φαγητό που έφτιαχναν αυτή τη μέρα ήταν τα ‘γιαπράκια’. Ήταν ένα νηστίσιμο φαγητό που έμοιαζε με τους λαχανοντολμάδες που γίνονταν  όμως με φύλλα από λάχανο τουρσί που είχαν φτιάξει οι νοικοκυρές από το φθινόπωρο. Συμβόλιζε το ‘φάσκιωμα’ του νεογέννητου Χριστού.

Μεγάλη προσοχή έδιναν στη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι. Δεν έπρεπε να σβήσει γιατί θα κρύωνε το μωρό της Παναγίας. Στην εστία δεν καθάριζαν όλη τη στάχτη. Αυτή τη μάζευαν και την ημέρα του Σταυρού, παραμονές των Φώτων, την πετούσαν στα χωράφια για λίπασμα και απολύμανση.

Οι δοξασίες για τους Καλικάντζαρους μοιάζουν μ’ αυτές στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι γονείς κατά την περίοδο του δωδεκαήμερου δεν άφηναν τα παιδιά τους να πάνε στους νερόμυλους τη νύχτα γιατί εκεί πίστευαν ότι μπορούν να τους κάνουν κακό.  Στο σπίτι έπρεπε να σκεπάζουν τα κατσαρολικά (αγγειά) για να μην τα μαγαρίσουν. Πολλοί άφηναν έξω από την πόρτα ένα μικρό δοχείο με νερό και λίγο ψωμί για να φάνε τα Καλικαντζαρούδια κι έτσι να τα καλοπιάσουν.

 

Ανήμερα τα Χριστούγεννα

Την ημέρα αυτή φόραγαν τα καλά τους, πήγαιναν στην εκκλησία, ετοίμαζαν τα φαγητά, κυρίως χοιρινό, πήγαιναν επισκέψεις στους συγγενείς και το απόγευμα, αν ο καιρός το επέτρεπε, έβγαιναν στο μεσοχώρι τα ‘βιολιά’. Επισκέψεις στους Χρηστάδες έκαναν την άλλη μέρα. Το χορό στην πλατεία άρχιζε ο γεροντότερος εις ένδειξη σεβασμού. Πολλές φορές ο χορός κρατουσε και τρεις μέρες. Τόσος πολύς ήταν ο κόσμος τότε στο χωριό, κυρίως στα προπολεμικά χρόνια.

 

Παραμονή Πρωτοχρονιάς

 

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά εξορμούσαν πάλι για τα κάλαντα. :

«Άι-Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία

βαστάει εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.

Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε:

-Βασίλη μ’ πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;

-Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω.

-Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε να τραγουδήσεις.

-Εγώ τραγούδια δεν ξέρω, ξέρω την αλφαβήτα.

Και στο ραβδί ακούμπησε να πει την αλφαβήτα

Και το ραβδί ήταν χλωρό και βλάστησε κλωνάρια

Και πάνω στα κλωνάρια του περδίκες κελαηδούσαν.

Δεν  ήταν μόνο πέρδικές, ήταν και περιστέρια.»

Τα δώρα των νοικοκυραίων ήταν κι εδώ  ό,τι και στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα.

Οι νοικοκυρές ζύμωναν για να φτιάξουν τα φύλλα της βασιλόπιτας. Αφού τα έψηναν στη γάστρα, τα άφηναν στο πλαστήρι να είναι έτοιμα για την άλλη μέρα.

Στο τζάκι έβαζαν μεγάλα κούτσουρα για να καίνε μέχρι την άλλη μέρα. Θεωρούσαν κακό σημάδι να σβήσει η φωτιά μια τέτοια νύχτα.

Το βράδυ της παραμονής έπαιζαν όλα τα μέλη της οικογένειας το παιχνίδι με τα σπυρόσταρα. Χώριζαν τη φωτιά του τζακιού στη μέση και σκούπιζαν καλά τη βάτρα. Έπαιρνε κάποιος στο χέρι του τόσα σπυριά σιτάρι όσα ήταν και τα πρόσωπα. Αφού το ονομάτιζε, το έριχνε στο μέρος της εστίας που είχαν καθαρίσει. Το στάρι έσκαγε και τινάζονταν. Ανάλογα με την κατεύθυνση και το πρόσωπο έδιναν μια εξήγηση. Αν ήταν του αφέντη (παππούς) και τινάζονταν προς το νεκροταφείο ήταν κακό σημάδι. Αν το σπυρί ήταν αγοριού ή κοριτσιού σε ηλικία γάμου,  προσπαθούσαν να μαντέψουν  ποιον ή ποια θα πάρει από τη γειτονιά που έδειξε το σταρόσπορο. Αν ήταν μεγάλος έδειχνε προς ποια κατεύθυνση θα πήγαινε για δουλειές. Αν δεν έσκαγε σήμαινε ότι αυτός δεν θα έκανε τίποτα. Έτσι, με γέλια και πειράγματα περνούσε ευχάριστα η μεγάλη αυτή βραδιά και ξεχνούσαν τα βάσανα της καθημερινότητας αλλά το κυριότερο δένονταν τα μέλη της οικογένειας.

 

 

Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς

Η Βασιλόπιτα

Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές έπρεπε να φτιάξουν τη Βασιλόπιτα με τα φύλλα που είχαν ετοιμάσει από την προηγούμενη μέρα. Το χαρακτηριστικό της κερασοβίτικης βασιλόπιτας είναι ότι εκτός από το φλουρί βάζουν και άλλα σημάδια απόλυτα ταιριαστά με τις αγροτικές ασχολίες των κατοίκων. Τα σημάδια αυτά ήταν: Ο ‘σταυρός’, η ‘φούρκα’, το ‘στάχυ’, το ‘κλήμα’, το ‘μαντρί’, ο ‘τσάρκος’ ,και το ‘θκέντρι’. Ο σταυρός συμβόλιζε το Χριστό και τον έβαζαν στη μέση της πίτας. Μπορεί να το έβαζαν  όπως και τα άλλα σημάδια και όποιος το κέρδιζε θεωρούνταν ιδιαίτερα τυχερός και ευλογημένος για τη χρονιά που έρχονταν. Όποιος πετύχαινε τη φούρκα θα έπρεπε να αναλάβει να εξασφαλίσει τα καυσόξυλα της χρονιάς για το σπίτι. Ο σταυρός και η φούρκα κατασκευάζονταν από λεπτά κλαδάκια κρανιάς. Το στάχυ ήταν ένα κομμάτι από την κορυφή του σιταριού. Σ’ αυτόν που θα έπεφτε τον εξέταζαν αν ήταν τυχερός  ή όχι ανάλογα με το πώς θα πήγαινε η σοδειά της χρονιάς. Το στάχυ συμβόλιζε τη σπορά και το θερισμό των σιταριών. Το κλήμα ήταν ένα μικρό κομμάτι από κληματόβεργα και συμβόλιζε την παραγωγή κρασιού και τσίπουρου. Αν και η παραγωγή αυτών των προϊόντων δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη όπως σε άλλες περιοχές, δεν έλειπαν όμως από κανένα σπίτι. Το μαντρί ήταν ένα μικρό στεφάνι από κλαδί κρανιάς και ο τσάρκος ακόμη μικρότερο. Αυτά συμβόλιζαν τις κτηνοτροφικές ασχολίες των κατοίκων. Το μαντρί ήταν για τα μεγάλα ζώα και ο τσάρκος για τα μικρά. Το θκέντρι ήταν ένα ίσιο μυτερό ξύλο, η βουκέντρα. Αυτό συμβόλιζε τα βόδια του σπιτιού τα οποία ήταν ιδιαίτερα σημαντικά για το όργωμα των χωραφιών. Αν η οικογένεια είχε μελίσσια έβαζαν κι ένα άλλο σημάδι, την έλικα από τις κληματόβεργες. Έτσι η Βασιλόπιτα αποκτούσε ξεχωριστό ενδιαφέρον για όλα σχεδόν τα μέλη της.

Η πίτα φτιάχνονταν με τα φύλλα που είχαν ψήσει στη γάστρα από την παραμονή. Για να μυρίσει ωραία, έβαζαν στο τηγάνι λάδι και βούτυρο. Μετά έριχναν λίγο πράσο να τσιγαριστεί για να δώσει ένα ξεχωριστό άρωμα. Πρόσθεταν λίγο τραχανά και λίγα τρίμματα από τυρί. Άλλοι πρόσθεταν και λίγο κρέας. Γενικά πάντως ήταν μια πίτα πολύ λιτή.

Το μεσημέρι ο μεγαλύτερος της οικογένειας, ο αφέντης, αφού τη σταύρωνε , την έκοβε σε κομμάτια, αρχίζοντας από το μεσαίο, του Χριστού. Μετά το ν τεμαχισμό της την έκανε τρεις στροφές και έδινε στον καθένα το ‘φελί’ του αρχίζοντας από τον μεγαλύτερο. Ανάλογα με το σημάδι που τύχαινε ο καθένας άκουγε και τα σχετικά σχόλια και πειράγματα.

Αυτά τα σημάδια τα φύλαγαν μέχρι την ημέρα των Φώτων. Εκείνη την ημέρα όποιος πήγαινε στη βρύση του μαχαλά για να φέρει νερό με τις μπούκλες έριχνε εκεί τα σημάδια ή στο ποτάμι. Το φλουρί το φύλαγαν στο εικόνισμα του σπιτιού μέχρι την άλλη χρονιά.

Το απόγευμα της Πρωτοχρονιάς έβγαιναν πάλι τα βιολιά στο μεσοχώρι και πήγαιναν επισκέψεις στους εορτάζοντες.

 

Παραμονή των Φώτων

 

Την παραμονή των Φώτων , στις 5 Ιανουαρίου, είναι μεγάλη νηστεία. Έφτιαχναν πάλι λαγγίτες στην πλάκα όπως και την παραμονή των Χριστουγέννων και έτρωγαν φασολάδα αλάδωτη.

Την ημέρα αυτή περνούσε ο παπάς από τα σπίτια του χωριού με αγίασμα για να ραντίσει.  Οι νοικοκυρές κρατούσαν λίγο απ’ αυτό για να αγιάσουν και τα οικόσιτα ζώα. Μέσα στο αγίασμα βουτούσαν ένα κομματάκι κουλούρα που είχαν φτιάξει την παραμονή των Χριστουγέννων και την έδιναν στο ζώο να τη φάει. Την άλλη μέρα δεν ξαναπερνούσε ο παπάς. Οι πιστοί έπαιρναν μόνοι τους αγίασμα για το σπίτι. Μέσα στο κακαβούλι του παπά έριχναν κάποιο νόμισμα. Ο παπάς είχε μαζί του ένα σακί στο οποίο οι χωριανοί έδιναν το ‘μισθό’ του: φασόλια, καρύδια, λουκάνικα και ό,τι άλλο είχαν τη δυνατότητα να προσφέρουν. Ο ιερέας του χωριού ήταν πάντα ένας άριστος γνώστης της οικονομικής κατάστασης κάθε οικογένειας. Από εκεί βγήκε και το σατυρικό τραγουδάκι: «Τον Ιορδάνη…

                  Κοίτα μωρέ Γιάννη

                  Πάνω στο ταβάνι

                  Κρέμεται λουκάνικο

                  Βάλτο μες στ’ αμάνικο.»

Ανήμερα των Φώτων

 

Την ημέρα αυτή οι χωριανοί, κυρίως οι άντρες, πήγαιναν να εκκλησιαστούν παίρνοντας μαζί τους την εικόνα από το εικονοστάσι του σπιτιού. Την είχαν καθαρίσει βέβαια προηγουμένως  με ξυνόμηλο.

Ο παπάς αγίαζε τα νερά ρίχνοντας το σταυρό σ’ ένα καζάνι.

Πριν τελειώσει η λειτουργία γίνονταν ένα είδος πλειστηριασμού για να εξασφαλίσει η εκκλησία το λάδι που χρειάζονταν για τα καντήλια. Ο ψάλτης έπαιρνε μια φορητή εικόνα από το τέμπλο, άρχιζε με την εικόνα του Αγίου Βασιλείου, και ανακοίνωνε στο εκκλησίασμα την έναρξη των προσφορών. Από κάτω ανέβαζαν την προσφορά και όποιος έδινε τη μεγαλύτερη έπαιρνε την εικόνα του αγίου στα χέρια του. Μετα συνέχιζαν με τις υπόλοιπες φορητές εικόνες του τέμπλου. Όταν τελείωνε ο πλειστηριασμός και η λειτουργία, με τις εικόνες στα χέρια το εκκλησίασμα περιφέρονταν τρεις φορές γύρω από το ναό    ψάλλοντας «Κύριε, ελέησον!» .Τις εικόνες τις ξανατοποθετούσαν στη θέση τους και επέστρεφαν στο σπίτι έχοντας στα χέρια τους την εικόνα από το εικονοστάσι τους και το αγίασμα. Με αυτό θα ραντίσουν πάλι όλο το σπίτι, τα μαντριά και τα χωράφια τους. Όταν πήγαιναν σε κάποιο χωράφι έπαιρναν μαζί του ς μια χεριά βρυζάχυρο και την έδεναν σ΄ ένα κλήμα ή  σ’ ένα δέντρο.

Το μεσημέρι θα φάνε τον πατσά από το χοιρινό που είχαν μαγειρέψει από την παραμονή των  Χριστουγέννων. Το απόγευμα θα βγουν πάλι τα βιολιά στην πλατεία και θα επισκεφθούν τους Φώτηδες. Τα Θεοφάνεια δεν έλεγαν κάλαντα τα παιδιά του χωριού.

 

                                                          Αφήγηση: Μαριάνθη Κ. Βάιλα

                                                          Συγγραφή: Δημήτρης . Τέλλης

                                                      


ΤΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΣΟΒΙΤΙΚΟΥ ΓΑΜΟΥ


Ο κερασοβίτικος γάμος ήταν και είναι μια κορυφαία έκφραση των τοπικών ηθών και εθίμων. Τόσο στις παλαιότερες εποχές όσο και σε μεγάλο βαθμό και σήμερα, η αγωνία για το μέλλον των νεόνυμφων επέβαλε την αυστηρή εφαρμογή του τελετουργικού. Οι στενές σχέσεις της τοπικής κοινωνίας καθιστούσαν επίσης κάθε ενήλικα θεματοφύλακά του. Μέσα από τα έθιμα του γάμου λοιπόν μπορούμε να κατανοήσουμε την κοινωνία του χωριού μας με τις προλήψεις της, τις ανάγκες της, τις προτεραιότητές της, τη θρησκευτικότητά της, τη βαθιά πίστη στην οικογένεια, το γνήσιο σεβασμό στους πρεσβύτερους, τα πρότυπα για την ομορφιά και την αξιοσύνη αλλά και γενικά τη πίστη τους στις αξίες και τα ιδανικά με τα οποία γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές.

Η επίδραση από άλλες περιοχές είναι αδιαμφισβήτητη. Οι άνδρες Κερασοβίτες ταξίδευαν σε όλη την Ελλάδα ασκώντας την τέχνη του οικοδόμου και φυσικό ήταν να μεταφέρουν στο χωριό ‘καινά δαιμόνια’.

 

ΔΕΥΤΈΡΑ

Το μπαϊράκι του βλάμη

Η διάρκεια του γάμου ήταν περίπου δύο εβδομάδες. Από τη Δευτέρα, ο γαμπρός με το βλάμη και άλλους φίλους πήγαιναν στα γύρω βουνά να φέρουν ξύλα με τα ζώα για το μαγείρεμα και το ψήσιμο των φαγητών του γάμου.

Ο βλάμης ήταν ο καλύτερος φίλος του γαμπρού, ο πιο έμπιστος. Έχει ιδιαίτερη θέση στον κερασοβίτικο γάμο και συμμετέχει ενεργά. Θεωρείται μια σχέση ίδια ή και ανώτερη από του αδερφού. Ένα παλιό έθιμο επέβαλε να ευλογηθεί από τον παπά. Όταν οι δεσμοί φιλίας είχαν δοκιμαστεί στο χρόνο, οι βλάμηδες πήγαιναν στην εκκλησία. Εκεί ο ιερέας τους έδενε μαζί με μια ζώνη, τους σκέπαζε με το πετραχήλι και τους διάβαζε ευχές ώστε κανένα εμπόδιο να μη βλάψει αυτή τη σχέση. Λένε ότι τρυπούσαν λίγο το δάχτυλο ώστε να ενώσουν το αίμα τους. Η μάνα αποκαλούσε το βλάμη του γιου της ‘σταυρογιό’ κι εκείνος ‘σταυρομάνα’.

Από τη Δευτέρα φρόντιζαν να συγκεντρώσουν τα πιατικά, τα μαχαιροπίρουνα, τις καρέκλες και ό,τι άλλο θα χρειάζονταν για το γάμο.

 

ΤΕΤΑΡΤΗ

Την ημέρα αυτή έπρεπε να καλέσουν τα κορίτσια που θα γίνονταν ‘αδερφοφτές’. Αυτές θα επωμίζονταν τις εργασίες του γάμου. Έπρεπε να είναι νέες, ανύπαντρες και να έχουν εν ζωή και τους δυο γονείς.

Την ημέρα αυτή γίνονταν τα ‘προζύμια’ στο σπίτι του γαμπρού. Οι νοικοκυρές αφού ζυμώσουν τα καρβέλια με το ψωμί για να τρώνε τις ημέρες αυτές, κρατάνε μια χούφτα ζύμη και το βάζουν σ’ ένα πλαστήρι. Μια από τις αδερφοφτές ,αφού το τοποθετήσει πάνω στο κεφάλι της, αρχίζει το χορό. Όταν κάνει μια στροφή, το αφήνει στο τραπέζι και οι συγγενείς χώνουν στο ζυμάρι κέρματα και τραγουδούν:

«Κέρνα αφέντη μ’, κέρνα,

κέρνα το προζύμι.

Κέρνα μάνα μ’, κέρνα,

κέρνα το προζύμι.

Κέρνα νούνε μ’, κέρνα,

κέρνα το προζύμι.

Κέρνα μπράτμε μ’, κέρνα,

κέρνα το προζύμι.

Κέρνα σόι μ’, κέρνα,

κέρνα το προζύμι.»

Μετά η νοικοκυρές με τις αδερφοφτές σερβίρουν φαγητό: λαγγίτες (τηγανίτες), πίτες διάφορες, κεφτέδες και τυρί. Πίνουν τσίπουρο και κρασί.

Στη συνέχεια τα ξαδέρφια και οι θείοι του γαμπρού παίρνουν λίγο αλεύρι στις χούφτες τους και πάνε στο σπίτι της νύφης για το αλεύρωμα. Βάζουν αλεύρι στο μέτωπο των συμπεθέρων και εύχονται: «Ν’ ασπρίσουν να γεράσουν!» Πολλές φορές το αλεύρωμα έφτανε και σε ακρότητες. Έμπαιναν στο αμπάρι και με τις χούφτες ή με τις μσούρες ( βαθιά τσίγκινα πιάτα) πετούσαν ο ένας στον άλλον αλεύρι. Πραγματικός αλευροπόλεμος.

Φεύγοντας από το σπίτι της νύφης οι συγγενείς του γαμπρού προσπαθούν να κλέψουν κρυφά κάτι για να επιδείξουν την αξιοσύνη τους απέναντι στο άλλο σόι. Όσο μεγαλύτερο είναι το αντικείμενο τόσο μεγαλύτερος  είναι και ο κομπασμός και τα πειράγματα. Άλλος θα πάρει μια γλάστρα από την αυλή, άλλος τα ποτήρια που πίνουν, άλλος μια κουβέρτα ή ό,τι άλλο καταφέρουν. Η επιτυχία είναι να μην τους ανακαλύψουν γιατί τότε πρέπει να το αφήσουν στη θέση του.

Στο δρόμο τραγουδούν:

«Κίνησα το δρόμο δρόμο

το στενό το μονοπάτι.

Βρίσκω μια μηλιά στο δρόμο

Με τα μ’ηλα φορτωμένη.

Με τα μήλα φορτωμένη

Και με τ’ άνθη στολισμένη.

Κι έσκυψα να κόψω ένα

Κι η μηλιά μ’ αντιλήφθηκε:

-Μην το κόβεις, μην το παίρνεις.

Τα ‘χει  ο αφέντης μετρημένα

κι η κυρά λογαριασμένα.»

 

ΠΕΜΠΤΗ


Στους γάμους σήμερα την Πέμπτη στρώνουν το κρεβάτι των νεόνυμφων. Μετά το στρώσιμο περνάνε οι συγγενείς και ρίχνουν στο κρεβάτι χρήματα για γούρι και ευημερία. Στη συνέχεια βάζουν ένα αγοράκι να ξαπλώσει για να γεννήσει το ζευγάρι αρσενικά παιδιά. Το έθιμο αυτό δεν γίνονταν στον παραδοσιακό κερασοβίτικο γάμο.

Να σημειώσουμε εδώ ότι τα μικρά αγόρια -‘παιδιά’ τα έλεγαν- τα χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά σε διάφορα στάδια του γάμου καθώς οι κοινωνικές και οι οικονομικές ανάγκες της εποχής τα καθιστούσαν πολύ πιο χρήσιμα από τα κορίτσια. Τα αρσενικά παιδιά μπορούσαν από πολύ νωρίς να είναι παραγωγικά. Ακολουθούσαν τον πατέρα κι έφερναν μεροκάματο. Μεγαλώνοντας αναλάμβαναν να παντρέψουν και να αποκαταστήσουν τις αδερφές τους. Στα χρόνια των πολέμων, όταν η λειψανδρία ήταν μεγάλη πληγή, τα ‘παιδιά’ ήταν σε θέση να αντικαταστήσουν τον πατέρα. Στα χρόνια που ίσχυε ο νόμος του δυνατότερου ήταν σε θέση να προασπίσουν τα συμφέροντα του σπιτιού. Αντίθετα, τα κορίτσια ήταν βάρος για την οικογένεια. Χρειάζονταν προίκα για να παντρευτούν κι αυτό για το σπίτι ήταν μεγάλο έξοδο και απαιτούσε οικονομικές  θυσίες από όλα τα μέλη της.

Την Πέμπτη το απόγευμα γίνονται τα ‘προζύμια’ στο σπίτι της νύφης. Ακολουθείται η ίδια διαδικασία. Κάνουν κι αυτοί με τη σειρά τους το αλεύρωμα στο σόι του γαμπρού και κλέβουν κάποια αντικείμενα καθώς φεύγουν.

Στα προζύμια δεν συμμετέχουν όργανα. Τα τραγούδια τραγουδιούνται με το στόμα από τους συμμετέχοντες συγγενείς.

Τα χρήματα που βάζουν στο ζυμάρι τα παίρνουν οι αδερφοφτές για τον κόπο τους.

 

Παρασκευή

Την Παρασκευή οι αδερφοφτές ζυμώνουν από προζύμι ρεβυθιού και σταρένιο αλεύρι δυο κουλούρες που τις λένε ‘ρουφτένιο’. Τη μια θα τη βάλουν στο δισάκι του ‘σκαριάτη’ την ημέρα του γάμου για να τη μοιράσει στους καλέσμένους και τη δεύτερη για να τη βάλει η πεθερά στο κεφάλι της νύφης μαζί με μια άσπρη ‘τλούπα’ (τούφα) από μαλλί προβάτου όταν θα διαβεί για πρώτη φορά το κατώφλι του σπιτιού του γαμπρού.

Σκαριάτης είναι ένας συγγενής του γαμπρού ο οποίος είναι καβάλα σ’ ένα άλογο, κατά προτίμηση άσπρο και αρσενικό. Κρατάει στο χέρι του το ‘μπαριάκι’ μια σημαία άσπρη που έχει στο σταυρό του κονταριού καρφωμένα κόκκινα μήλα και είναι στολισμένος με λουλούδια. Ο σκαριάτης μπαίνει  μπροστά στην πομπή όταν πάνε να πάρουν τη νύφη και να την πάνε στην εκκλησία.

Στο σπίτι του γαμπρού στολίζουν με λουλούδια της εποχής και βασιλικό δυο ‘κόφες’ για να καλέσουν μ’ αυτές τους συγγενείς στο γάμο. Οι ‘ κοφες’ είναι ξύλινα σκαλιστά παγούρια στα οποία βάζουν κρασί. Το στολισμό τον αναλαμβάνουν οι αδερφοφτές και όλοι μαζί τραγουδούν:

«Κοπιάσαμε μανίτσα μου

την κόφα ν’ αρματώσω.

Με μάνα, με πατέρα,

Μ’ αδέρφια, με ξαδέρφια.

Με θειάδες, με μπαρμπάδες

Με το πολύ το σόι.»

Λένε ακόμα το τραγούδι «Ο βασιλιάς»

« Ν’ ο βασιλιάς παντρεύει γιο

κι ο ρήγας θυγατέρα.

Ν’ ακάλεσε προσκάλεσε

Το νούνο και το μπράτμο.

Ν’ ακάλεσε τα Γιάννενα

Και τη μισή την Άρτα.»

Αφού τελειώσουν με το στολισμό, οι αδερφοφτές χωρίζουν το χωριό σε μαχαλάδες και ξεκινούν να καλέσουν τους συγγενείς για το γάμο. Σε κάθε σπίτι που πηγαίνουν, προσφέρουν στο καλεσμένο να πιει κρασί από την κόφα. Αν κάποιον δεν τον βρουν, αφήνουν στην πόρτα του ένα λουλούδι από αυτά που κρατούν στα χέρια τους κι ο νοικοκύρης θα καταλάβει.

Η νύφη καλεί κι αυτή το σόι της μόνο που αυτό θα γίνει την άλλη μέρα, το Σάββατο.

 

Σάββατο

Γάμος στο χωριό το 1931

Πρωί πρωί μαγειρεύουν τον πατσά και τον ‘καβουρμά’ (μαγειρίτα) τα οποία θα τα φάνε το βράδυ.

 Το μεσημέρι ο ‘καλεστής’, ένας συγγενής του γαμπρού, καβάλα σε άλογο πηγαίνει στο σπίτι της νύφης για να την καλέσει στο γάμο. Παίρνει μαζί του μια κουλούρα και μια κόφα με κρασί. Στο σπίτι της νύφης του βάζουν να φάει και φεύγοντας αφήνει τη δική του κουλούρα και του δίνουν μια δική τους.Στο ξεπροβόδισμα ρίχνουν τουφεκιές για να μαθευτεί το γεγονός.

Το απόγευμα και στα δυο σπίτια συγκεντρώνονται οι συγγενείς για να στολίσουν το ‘γκιούμι’. Αυτό είναι μια κανάτα μπακιρένια και τη στολίζουν με λουλούδια όπως και τις κόφες. Την ώρα του στολισμού τραγουδούν:

«Κανάτι ν’ αρματώσουμε

με μάνα με πατέρα…

Μια αδερφοφτή βάζει το γκιούμι στο κεφάλι και μαζί με τους συγγενείς πηγαίνουν στην κεντρική βρύση του χωριού, στη βρύση της Παναγιάς. Στο δρόμο τραγουδούν:

«Κίνησα το δρόμο δρόμο…»

Όταν φτάσουν στη βρύση, γεμίζουν το γκιούμι και τραγουδούν:

«Τρία πηγάδια αράδα αράδα

το ‘να μέλι τ’ άλλο γάλα

τ’ άλλο μόσχος και κανέλα.

Πάει κι μάνα να γεμίσει

Κι έλαμψε ο γιαλός κι η βρύση.»

Μέσα στο γκιούμι ρίχνουν κέρματα τα οποία θα πάρουν μετά οι αδερφοφτές και τραγουδούν:

«Κέρνα αφέντη μ’, κέρνα

κέρνα το κανάτι.

Κέρνα νούνε μ’, κέρνα

Κέρνα το κανάτι.

Κέρνα μπράτμε μ’, κέρνα

Κέρνα όλο το σόι.»

Όταν φτάνουν στο σπίτι του γαμπρού η αδερφοφτή χορεύει τρεις στροφές με το γκιούμι στο κεφάλι ενώ τραγουδούν:

«-Κύργιέ μ’ το ποιος τον κάνει

του νιόγαμπρου το γάμο.

-Πατέρας του τον κάνει

με μόσχο με σταφύλι,

με τη δροσιά στα χείλη.

-Κύργιέ μ’ το ποιος τον κάνει

του νιόγαμπρου το γάμο.

-       Η μάνα του τον κάνει

 Με μόσχο με σταφύλι

Με τη δροσιά στα χείλη…» Και συνεχίζεται μ’ αδέρφια , με ξαδέρφια κτλ.

Οι νοικοκυρές του σπιτιού μαζί με τις αδερφοφτές με το νερό που έφεραν με το γκιούμι θα ζυμώσουν το προζύμι για να φτιάξουν μια μικρή κουλούρα.  Την κουλούρα αυτή θα την ψήσουν και θα τη φάνε την άλλη μέρα το πρωί οι αδερφοφτές για το καλό, να ονειρευτούν αυτόν που θα πάρουν.

Η μια αδερφοφτή ρίχνει το αλεύρι κι η άλλη το κοσκινίζει σ’ ένα ξύλινο σκαφίδι. Οι παρευρισκόμενοι τραγουδούν:

«Ψηλά λιχνούν τα’ αλεύρι

   χαμ’λά το το κοσκινίζουν

    με μάνα με πατέρα

    μ’ αδέρφια με ξαδέρφια

   με το πολύ το σόι…»

Η μια κοπέλα ζυμώνει κι η άλλη ρίχνει νερό. Τώρα τραγουδούν:

«Ζύμωσε, μάικο μ’, ζύμωσε

του γιου σου παξιμάδι.

Με γέλια βάζει το νερό,

με γέλια το ζυμώνει.

Και με τα χαρχαρίσματα

Βάζει φωτιά στο φούρνο.»

Μετά βάζουν το ζυμάρι σ’ ένα πλαστήρι και μια από τις αδερφοφτές ,αφού το τοποθετήσει πάνω στο κεφάλι της, αρχίζει το χορό. Όταν κάνει μια στροφή, το αφήνει στο τραπέζι και οι συγγενείς χώνουν στο ζυμάρι κέρματα και τραγουδούν:

«Κέρνα αφέντη μ’, κέρνα,

κέρνα το προζύμι.

Κέρνα μάνα μ’, κέρνα,

κέρνα το προζύμι.

Κέρνα νούνε μ’, κέρνα,

κέρνα το προζύμι.

Κέρνα μπράτμε μ’, κέρνα,

κέρνα το προζύμι.

Κέρνα σόι μ’, κέρνα,

κέρνα το προζύμι.»

Στη συνέχεια η νοικοκυρές με τις αδερφοφτές σερβίρουν τα φαγητά που απαιτεί το έθιμο:πατσά και καβουρμά που είχαν ετοιμάσει από το πρωί.

 Στα προζύμια δεν παίζουν μουσικά όργανα και συμμετέχουν οι πολύ στενοί συγγενείς: αδέρφια, ξαδέρφια και θείοι. Τα χρήματα από το ζυμάρι τα παίρνουν οι αδερφοφτές για τον κόπο τους.

Το έθιμο με το κανάτι το κάνει και το σόι της νύφης. Μάλιστα επικρατεί κι ένας ιδιότυπος ανταγωνισμός για το ποιο σόι θα προλάβει να πάει πρώτο στη βρύση.

 

Κυριακή

Το λούσιμο του γαμπρού

Πρωί πρωί στολίζουν το άλογο, το μπαριάκι και την κόφα που θα πάρει μαζί του ο σκαριάτης. Την ώρα του στολισμού τραγουδούν:

«Μπαριάκι ν’ αρματώσουμε

με μάνα με πατέρα

μ’ αδέρφια με ξαδέρφια

με το πολύ το σόι.»

Εδώ λένε ξανά το τραγούδι «Ο βασιλιάς»

Πρώτα στολίζουν το μπαριάκι και μετά το άλογο. Στο σαμάρι ή στη σέλα του ρίχνουν ένα κιλίμι με ζωηρά χρώματα και κεντίδια.

Ο βλάμης, ο καλύτερος φίλος του γαμπρού, πηγαίνει από το πρωί και παίρνει τα βιολιά και τα πηγαίνει στο σπίτι του γαμπρού. Στα κλαρίνα δένουν άσπρα μαντίλια για να δείχνουν γαμπριάτικα. Μαζί με τα όργανα τώρα ξεκινούν για να πάρουν το σόι του βλάμη. Ακολουθώντας δεξιόστροφη πορεία για γούρι φτάνουν στο σπίτι του. Στη διαδρομή τραγουδούν:

«Κινησα το δρόμο δρόμο…»  και τη «Νεραντζούλα»

«Νεραντζούλα φουντωμένη

πού ΄ναι τ’ άνθη σου.

Πού ‘ναι τ’ άνθη που ‘χες πρώτα

Πού ‘ν’ τα κάλλη σου.

-Φύσηξε βοριάς κι αέρας

και τα γκρέμισε.

-Σε παρακαλώ βοριά μου

τράβα σιγαλά, Νεραντζούλα

ν’ αρμενίσουν τα καράβια

τα Ζαγοριανά, Νεραντζούλα.

Ν’ αρμενίσει κι ο καλός μου

Απ’ την ξενιτιά, Νεραντζούλα.»

Στο σπίτι του βλάμη κερνάνε λουκούμι, κεφτέδες, λαγγίτες και τσίπουρο. Ο βλάμης φεύγοντας παίρνει μαζί του τα δώρα του τα οποία είναι ένα αρνί ψημένο, ένα ταψί λαγγίτες και μια νταμιζάνα κρασί. Ο βλάμης έχει ετοιμάσει το δικό του μπαριάκι το οποίο το παίρνει μαζί του κι αυτό. Ακολουθώντας πάλι δεξιόστροφη πορεία επιστρέφουν στο σπίτι του γαμπρού.

Αφού πάρουν μια ανάσα ξεκινούν για να πάνε να πάρουν το νούνο, τον κουμπάρο. 

Καθώς η πομπή περνάει μέσα από τα σοκάκια του χωριού οι νοικοκυρές βγαίνουν στις πόρτες και εύχονται «Η  ώρα η καλή!»

Κατά τη διαδρομή τραγουδούν τα γνωστά τραγούδια: «Κίνησα το δρόμο δρόμο» και «Νεραντζούλα».

Στο σπίτι του νούνου κερνάνε ό,τι και στου βλάμη. Και ο νούνος θα πάρει μαζί του τα ίδια κεράσματα για το σπίτι του γαμπρού. 

Αφήνουν τα κεράσματα και αφού πάρουν μια ανάσα ξεκινούν για το σπίτι της νύφη. Στην πομπή τώρα συμμετέχει κι ο σκαριάτης ο οποίος μπαίνει μάλιστα μπροστά απ’ όλους. Πίσω ακολουθεί ο νούνος, μετά ο γαμπρός τον οποίο κρατούν δεξιά κι αριστερά τα’ αδέρφια του και πίσω ακολουθεί ο βλάμης.

Όταν πλησιάσουν στο σπίτι της νύφης τραγουδούν:

«Ξύπνα περδικομάτα μου

κι ήρθα στη γειτονιά σου.

Χρυσά πλεξούδια σου ‘φερα

Να πλέξεις στα μαλλιά σου.

-Δεν ήξερα λεβέντη μου

πως είναι η αφεντιά σου

να γίνω γης να με πατείς

γεφύρι να περάσεις.

Να γίνω κι ασημόκουπα

Να σε κερνώ να πίνεις.»

Και στο σπίτι της νύφης κερνάνε τα γνωστά. Την ώρα αυτή γίνεται κι ένα άλλο χάπενιγκ: Ο γαμπρός προσποιείται ότι θέλει να δει τη νύφη αλλά τον εμποδίζουν. Σπρώχνουν και σπρώχνονται στην πόρτα μέσα σε γέλια και πειράγματα. Μετά φεύγουν και αφήνουν τη νύφη να στολιστεί.

Τώρα ο γαμπρός πρέπει να λουστεί για να ετοιμαστεί κι αυτός.

Τον βάζουν να καθίσει σ’ ένα σκαμνί που πάνω του έχουν βάλει μια πέτρινη πλάκα και μπροστά του ένα καζάνι. Μια από τις αδερφοφτές φέρνει το γκιούμι με το νερό που είχαν φέρει από τη βρύση της Παναγιάς και μια άλλη αδερφοφτή φέρνει μια πετσέτα. Του ρίχνουν νερό στο κεφάλι κι ο νούνος τον λούζει. Στο τελείωμα τον ραντίζει με βασιλικό και κρασί. Οι συγγενείς τραγουδούν:

«Λούζεται τα’ αρχοντόπουλο

σ’ ένα χρυσό λυένι.

Η πάπια φέρνει το νερό

Κι η χήνα το σαπούνι

Κι η αδερφή τα’ η γρήγορη

Φέρνει χοντρή πετσέτα.»

Μετά ο νούνος ξυρίζει το γαμπρό και τραγουδούν:

«Στην πέτρα κάθεται ο γαμπρός

στην περγουλιά από κάτω.

Αργυρό ξυράφι και μαλαματένιο

Σύρε αγάλια αγάλια

Μη ραγίσεις τρίχα τρίχα από τα γένια

Και την πάρει ο ξένος

Και την κάνει μάγια.»

Ακολουθεί άλλο τραγούδι:

«Του νιόγαμπρου η μάνα

ψηλά είναι σκουμπωμένη

ψηλά είναι σκουμπωμένη.

Τον ήλιο παραγγέλνει:

-Ψήσε ν’ ηλιάκι μ’ ψήσε

τούτη τη βδομάδα

χαρά θέλω να κάνω

γαμπρό να προβοδίσω

νύφη να καρτερέσω…»

Αυτό είναι από τα τραγούδια που λέγεται όλη την εβδομάδα του γάμου.

Μετά ο γαμπρός με τη βοήθεια του βλάμη και του νούνου φοράει τα γαμπριάτικα ρούχα. Όταν είναι έτοιμος, κάνει  το σταυρό του μπροστά στο εικόνισμα του σπιτιού κι η μάνα του του βάζει στην τσέπη ένα φυλαχτό.

Βγαίνει έξω και στέκεται στη μέση της αυλής κοιτώντας προς την ανατολή. Η μάνα του βάζει στη ζώνη του μια ρίζα βασιλικό και μετά περνάνε οι συγγενείς και τον ασημώνουν ευχόμενοι: «Να ζήσει! Να προκόψει!»

Τώρα είναι η ώρα να πάνε να πάρουν τη νύφη. Η πομπή έχει τη διάταξη που είπαμε παραπάνω. Τώρα τραγουδούν:

«Κίνα, δέντρο μ’, κίνα.

Κίνα κυπαρίσσι

Για να φέρεις τη νύφη

Τη νύφη του σπιτιού μας.»

Όλοι μαζί οι συγγενείς, εκτός από τη μάνα, συνοδεύουν το γαμπρό προς το σπίτι της νύφης για να την πάρουν να πάνε όλοι μαζί στην εκκλησία. Τώρα, όταν πλησιάσουν στο σπίτι της, ο σκαριάτης τρέχει με το άλογό του και αφήνει στο σπίτι της νύφης την κόφα του και εκείνοι του δίνουν μια άλλη γεμάτη με κρασί. Επιστρέφει στο σόι του και τους δίνει να πιουν από την καινούρια κόφα.

Έξω από το σπίτι σταματούν κι ο γαμπρός παίρνει από μια ξαδέρφη του ένα μήλο στο οποίο έχουν καρφώσει κέρματα και το πετάει με δύναμη πάνω από το σπίτι της. Πρέπει να δείξει αν είναι δυνατός κι άξιος. Τα μικρά παιδιά τρέχουν να βρουν το μήλο για να πάρουν τα χρήματα. Εδώ τραγουδούν:

«Νύφη νύφη με τα τέλια

κι ο γαμπρός με τα κορδέλια.

-Έβγα νύφη απ’ το κελάρι

να σε δει το παλικάρι.

Να σε δει το παλικάρι

Να τα’ αρέσεις να σε πάρει.»

Ο πεθερός κι η πεθερά τον ασημώνουν.και του βάζουν στον ώμο από μια πετσέτα. Ο γαμπρός προσφέρει στον πεθερό ένα ζευγάρι παπούτσια τα οποία του τα κρεμάει στον ώμο. Μετά περνούν και οι συγγενείς της νύφης και προσφέρουν στο γαμπρό το δώρο τους.

Μέσα στο σπίτι η νύφη με τη βοήθεια των αδερφοφτών της,φοράει το νυφικό της. Ένα αγοράκι της φοράει τη σκέπη, το πέπλο, αφού πρώτα το γυρίσει τρεις φορές γύρω απ’ το κεφάλι της. Τα παπούτσια πρέπει να της τα φορέσει ο βλάμης και είναι έθιμο να βάλει μέσα και χρήματα. Η νύφη για να τον κάνει να βάλει κι άλλα χρήματα, προσποιείται ότι τα παπούτσια της είναι μεγάλα.

Αφού ο βλάμης ποδέσει τη νύφη θα γίνουν οι αρραβώνες. Ο παπάς ο οποίος έχει πάει στο σπίτι της μετά τη λειτουργία, θα περάσει τις βέρες στο ζευγάρι. Πάνω στο τραπέζι έχουν βάλει ένα πιάτο ρύζι, μια κουλούρα και μια πιατέλα με πίτα. Ο ιερέας ψάλει τις ευχές της εκκλησίας μας, περνάει τις βέρες στο ζευγάρι και μετά τρώνε την κουλούρα και την πίτα.

Η νύφη προσκυνάει στο εικόνισμα του σπιτιού και κάνει το σταυρό της. Βγαίνει μετά στην αυλή και παίρνει θέση προς την ανατολή. Δεξιά κι αριστερά την κρατάνε τα’ αδέρφια της και οι συγγενείς περνούν και την ασημώνουν. Τώρα τραγουδούν:

«-Τι σου ‘φταιξα, χρυσέ μ’ αϊτέ

κι ήρθες για να με πάρεις.

Αν σου ‘φταιξαν  τα μάτια μου

Πες μου να τα χαμηλώσω.

Αν σου ‘φταιξε η μάνα μου

Πες μου να τη μαλώσω.

Αν σου ‘φταιξε ο πατέρας μου

Είναι μακριά στα ξένα.

Αν σου ‘φταιξαν τα’ αδέρφια μου

Πες μου να μην τα κρίνω.»

Την ώρα αυτή κερνούν τα γνωστά κεράσματα.

Ο βλάμης και άλλοι νέοι φορτώνουν τα προικιά της νύφης στο άλογο του σκαριάτη. Πριν φορτώσουν όμως βάζουν πάνω στο άλογο δυο αγοράκια και για κατεβούν όμως από κει πρέπει ο σκαριάτης να τους δώσει χρήματα.

Μετά η πομπή πηγαίνει στην εκκλησία. Τη νύφη την τραβάει ένα αγοράκι με λευκό μαντίλι. Παλιότερα πήγαινε καβάλα σε άλογο. Ο πεθερός την περίμενε κι έβαζε το γόνατο σκαλοπάτι για να κατέβει.

Μπροστά πηγαίνει ο σκαριάτης με την κόφα και το μπαριάκι, πίσω ακολουθεί ο γαμπρός που τον κρατάνε τα’ αδέρφια του και πιο πίσω ακολουθεί το σόι του. Μετά έρχεται ο βλάμης με το δικό του μπαριάκι και πίσω του ακολουθεί η νύφη που την κρατάνε κι αυτήν τα αδέρφια της. Μετά έρχεται το δικό της σόι. Η μητέρα της την ακολουθεί μέχρι τη μέση της διαδρομής και μετά ξαναγυρίζει στο σπίτι της.

Στο δρόμο τραγουδούν:

«-Πού πας βρε γιε μου μοναχός;

-Δεν πάω μωρ’ μάνα μοναχός.

Έχω το νούνο από μπροστά

Το βλάμη από πίσω.»

Στο προαύλιο της εκκλησίας τους περιμένει η μάνα του γαμπρού η οποία μαζί με άλλες γυναίκες και μόνο έναν άντρα που κρατάει κόφα χορεύουν το «Παγώνι» τραγουδώντας χωρίς όργανα:

«Ορέ τρεις χρόνους έχει ο Κωνσταντής

απ’ αραδιάζει για νύφη,

παγώνι μ’ παγωνάκι μ’.

Ορέ να βρει ψηλή, να βρει λιγνή,

Να βρει καγκελοφρύδα,

Παγώνι μ’, παγωνάκι μ’.

Ορέ βρήκε ψηλή, βρήκε λιγνή,

Βρήκε καγκελοφρύδα,

Παγώνι μ’, παγωνάκι μ’.

Ορέ να ξέρει ρόκα κι αργαλειό,

Να ξέρει να υφαίνει,

Παγώνι μ’ παγωνάκι μ’

 

Μετά τραγουδούν:

«Στης Αλεξάνδρας το βουνό αμάξι κατεβαίνει,

αμάξι σιδεράμαξο στ’ ασήμι φορτωμένο.

Στ’ ασήμι και στο μάλαμα και στο μαργαριτάρι.

Τρεις ελαφίνες το τραβούν, δώδεκα παλικάρια

Να πα να το φορτώσουνε στα πράσινα λιβάδια,

Να φαν οι μούλες μας ταή και τα’ άλογα κριθάρι

Κι εμείς να γιοματίσουμε, να φάμε και να πιούμε.»

 

Όταν φτάνει η πομπή, τραγουδούν:

«-Συμπέθεροι ν’ αργήσατε.

-Μας άργησαν κι αργήσαμε.

Η τσέργα ήταν στον αργαλειό

Τα σκουλαρίκια στο χρυσ’κό.»

 

Ο σκαριάτης αλλάζει την κόφα του μ’ αυτήν του άντρα του χορού και τη δίνει στο σόι του γαμπρού να πιουν αφού πρώτα δέσει το άλογο με τα προικιά έξω από την εκκλησία.

Ο βλάμης ασημώνει το παιδί και παίρνει από τα χέρια του το μαντίλι που τραβούσε τη νύφη και την οδηγεί αυτός τώρα μπροστά στα πεθερικά της που την περιμένουν μπροστά στην είσοδο του ναού. Η νύφη προσκυνάει τον πεθερό της τρεις φορές και του φιλάει το χέρι και την άκρη από το σακάκι. Εκείνος την κερνάει χρήματα και η νύφη με τη σειρά της του περνάει στον ώμο ένα ζευγάρι άσπρες πατούνες (μάλλινες πλεχτές κάλτσες). Μετά η πεθερά την κερνάει κι αυτή χρήματα ή της κρεμάει χρυσαφικά και της δίνει μια ρίζα βασιλικό. Μετά ακολουθούν οι συγγενείς του γαμπρού για να ασημώσουν τη νύφη.

Μετά παίρνουν ένα αγοράκι από το σόι του γαμπρού και το φέρνουν τρεις στροφές γύρω από το κεφάλι της νύφης. Η νύφη το φιλάει και του χαρίζει ένα ζευγάρι παιδικές πατούνες.

Το ζευγάρι με τους στενούς συγγενείς μπαίνουν στην εκκλησία ενώ στο προαύλιο συνεχίζεται ο χορός. Αφού αλλάξουν τα στέφανα, ο νούνος σκεπάζει το ζευγάρι με το ‘ζυγό’ και χορεύουν τον Ησαΐα. Ο ζυγός ήταν ένα κομμάτι χρωματιστό ύφασμα το οποίο μετά το γάμο η νύφη θα το ράψει φουστάνι.

Μετά το τέλος της τελετής ξεκινούν για το σπίτι του γαμπρού. Στο δρόμο ο σκαριάτης μοιράζει στους καλεσμένους κομμάτια από τη ρουφτένια κουλούρα που είχε στο δισάκι του. Η νούνα σκορπίζει στο δρόμα κριθάρι και τραγουδούν:

«Σπείρε νούνα το κριθάρι

κι ο νούνος μαργαριτάρι.

Να φυτρώσει φούντες φούντες

Σαν του νιόγαμπρου η τσιαμπάδα

Σαν της νύφης τα στολίδια.»

 

Άλλο τραγούδι:

«Του νιόγαμπρου η μάνα

τις στράτες να κερνάει.

Τις στράτες να κερνάει

Να διαβεί ο νιος κι η κόρη

Να διαβεί ο νιος κι η κόρη

Να διαβεί κι η Συρμοπούλα

Να διαβεί κι η Συρμοπύλα

Να διαβεί το σόι όλο.»

 

Άλλο τραγούδι που λένε την ώρα αυτή:

«Πάει μονός κι ήρθε ζευγάρι

με την πέρδικα στο χέρι

με την πέρδικα στο χέρι

με την αγριοπεριστέρα.»

 

Όταν φτάνουν στο σπίτι του γαμπρού τραγουδούν:

«Έβγα πεθερά στη σκάλα

με το μέλι με το γάλα.»

 

Άλλο τραγούδι:

«Το πού ΄ναι η μάνα του γαμπρού

να βγει ψηλά, ψηλά στα κάγκελα

να δει το γιο, το γιο π’ αρμάτωσε

το πώς του πρέπουν τα’ άρματα

το πώς του πάει ο γρίβας του.

Το πού ‘ναι η μάνα του γαμπρού

Να βγει ψηλά, ψηλά στα κάγκελα

Να δει τη νύφη π΄ έρχεται

Το πώς την έχει η μάνα της

Το πώς την έχει ο αφέντης της.

Με τα ματάκια χαμηλά

Με τα χεράκια σταυρωτά.»

 

Η νύφη παίρνει κι αυτή ένα μήλο που του έχουν καρφώσει κέρματα και το πετάει πάνω από το σπίτι του γαμπρού. Κι εδώ θα τρέξουν τα παιδάκια να το βρουν για να πάρουν τα χρήματα.

Στην πόρτα του σπιτιού η πεθερά βάζει στο κεφάλι των νιόγαμπρων μια κουλούρα από ρουφτένιο ψωμί και πάνω σ’ αυτήν βάζει μια τλούπα (τούφα) λευκό μαλλί  από πρόβατο. Δίνει στο χέρι της νύφης λίγο βούτυρο κι αυτή αλείφει με αυτό τρεις φορές το ανώφλι της πόρτας. Όταν περάσει την πόρτα ρίχνει στα πόδια της μια αρμάθα με ασημένια νομίσματα παλιότερα, χρήματα σήμερα. Μετά η νούνα τους κερνάει μέλι μ’ ένα κομμάτι κουλούρας για να ΄ναι η ζωή τους γλυκιά.

Στο σπίτι του γαμπρού δεν πάνε μετά τα στέφανα όλοι οι συμπεθέροι αλλά μόνο οι πιο κοντινοί συγγενείς της νύφης, οι «μπουγτζιάδες’

Ο βλάμης κι ο σκαριάτης μόλις φτάσουν στο σπίτι του γαμπρού κρεμάνε τα μπαριάκια στο μπαλκόνι του σπιτιού. Η νύφη προσφέρει ποδιές στους βλάμηδες για να βοηθήσουν στο σερβίρισμα. Εκτός από τα φαγητά, στο τραπέζι βάζουν και πιατάκια με μπιρμπίλια και σταφίδες. Μπιρπίλια έχουν στις τσέπες τους καθ’ όλη τη διάρκεια του γάμου οι συγγενείς.

Οι καλεσμένοι κάθονται στα τραπέζια κι ο νούνος φέρνει τη ‘νεραντζούλα’. Αυτή είναι ένα μεγάλο κλαδί με μακριά αγκάθια που το λένε γκαγκανιά. Στα αγκάθια του έχουν καρφώσει κομμάτια από φρούτα και λουλούδια. Ο νούνος την τινάζει στο τραπέζι για να φέρει γονιμότητα στο ζευγάρι. Στο    Τώρα τραγουδούν:

«Φίλοι μ’ καλώς ορίσατε

φίλοι μ’ αγαπημένοι.

Ν’ εσείς τρώτε και πίνετε

Κι εγώ να τραγουδήσω

Να τραγουδήσω αγαλιανά

Για ν’ ακουστώ μεγάλος

Ν’ ακούσουν τα περίχωρα

Κι όλα τα βιλαέτια.»

 

Άλλο τραγούδι:

«Χίλιον καλόν τον ήβραμε τούτον το νοικοκύρη

με τα καλά του τα φαγιά, με τα γλυκά κρασιά του

Για φάτε, πιέτε, ορέ παιδιά, χαρείτε, να χαρούμε

Τούτον το χρόνο τον καλό, τον άλλον ποιος τον ξέρει

Για ζούμε για πεθαίνουμε, για σ’ άλλον κόσμο πάμε

Για μια ψηλή, για μια λιγνή, για μια καγκελοφρύδα

Που ‘χει το μάτι σαν ελιά.»

 

Άλλο τραγούδι:

«Πολλά τραγούδια είπαμε

κανα κρασί δεν ήπιαμε.

Για απλώστε τα χεράκια σας

Πάρτε τα ποτηράκια σας

Τσίγκιρ-τσίγκιρ το ποτήρι

Στην υγειά του νοικοκύρη.

Δωσ’ του μια να πάει κάτω

Για να βρει η κορφή τον πάτο.»

 

Άλλο τραγούδι που λένε στο τραπέζι του γάμου είναι το παρακάτω:

«Σε τούτην ταύλα τη χρυσή

 

Το χορό αρχίζει ο νούνος και μετά χορεύουν οι μπουγτζιάδες. Η νύφη μένει στο δωμάτιό της και όταν έρθει η ώρα να βγει τη συνοδεύει μια αδερφοφτή. Στην αρχή χορεύει χωριστά από το γαμπρό. Μετά θα την πάρει ο νούνος και θα τη δώσει στον άντρα της να χορέψουν μαζί. Πριν όμως χορέψουν οι νεόνυμφοι πηγαίνουν ο γαμπρός με το βλάμη για να φέρουν την πεθερά και τον πεθερό μαζί με μονό αριθμό συγγενών τους. Όσο παράξενο κι αν ακούγεται οι γονείς της νύφης δεν πάνε στην εκκλησία αλλά μένουν στο σπίτι τους. Στο γαμπριάτικο χορό οι γονείς της νύφης  θα χορέψουν πριν από το ζευγάρι.

Όταν τελειώσουν με το χορό, πρώτοι φεύγουν οι μπουγτζιάδες. Η νύφη προσφέρει στο νούνο πουκάμισο, στη νούνα ύφασμα ή μαντίλι και στους άλλους πατούνες.

Τους μπουγτζιάδες θα τους ξεπροβοδίσουν μέχρι κάποιο σταυροδρόμι τραγουδώντας:

«Έχετε γεια συμπέθεροι, μόι μαυρομάτα

ώρα καλή μπουγτζιάδες, μόι μαυρομάτα.

-       Μικρό πουλί σας δώσαμε, μόι μαυρομάτα

να μη μας το μαλώσετε, μόι μαυρομάτα

κι άλλο πουλί δεν έχουμε, μόι μαυρομάτα.»

 

Μετά θα ξεπροβοδίσουν το νούνο με το τραγούδι:

«Κάτσε νούνε ακόμα απόψε

σου ‘χω πέντε αρνιά ψημένα

κι άλλα πέντε σουβλισμένα.

Κάτσε νούνε ακόμα απόψε

Σου ‘χω πέρδικα ψημένη

Σου ‘χω πέρδικα ψημένη

Και λαγό τηγανισμένο.»

Του δίνουν να πάρει μαζί του μια κόφα κρασί και ένα κομμάτι κουλούρας. Μετά θα αποχαιρετίσουν το βλάμη και θα  δώσουν και σ’ αυτόν τα ίδια με το νούνο.

 Μετά οι κοντινοί συγγενείς του γαμπρού πηγαίνουν στα σπίτια τους για να φέρουν το ‘κανίσκι’. Αυτό είναι μια κουλούρα, ένα αγγειό με φαγητό και μια μπουκάλα κρασί. Όταν μαζευτούν πάλι όλοι στο σπίτι του γαμπρού, τρώνε και γλεντάνε μέχρι το πρωί. Στους συγγενείς αυτούς θα προσφέρει η νύφη  όταν φύγουν πατούνες στους άντρες και τσιράπια στις γυναίκες.

 Οι αδερφοφτές το βράδυ στρώνουν το κρεβάτι των νεονύμφων και το πρωί όταν εκείνοι ξυπνήσουν θα ξαναπάνε για να το ξαναστρώσουν και να πάρουν και τα χρήματα που άφησε το ζευγάρι γι’ αυτές κάτω από το μαξιλάρι.

 

Δευτέρα μετά το γάμο

Το πρωί της Δευτέρας η νύφη παίρνει τρία  μικρά παιδιά από το σόι του γαμπρού και την πηγαίνουν να της δείξουν τη βρύση του καινούριου της μαχαλά. Μ’ ένα αγγειό που είχε μαζί της παίρνει νερό για το σπίτι και μεσα στη βρύση ρίχνει λίγα χρήματα για να τα πάρουν τα παιδιά για τον κόπο τους. Το νερό αυτό θα το ρίξει στον πεθερό της για να νυφτεί.

Το απόγευμα τους συμπεθέρους τους επισκέπτεται η μάνα της νύφης μ’ ένα ταψί λαγγίτες. Πάνε επίσκεψη και άλλοι συγγενείς στους οποίους η νύφη επιδεικνύει τα προικιά της.

 

Τετάρτη μετά το γάμο

Την ημέρα αυτή η νύφη ζεσταίνει νερό σ’ ένα καζάνι για να πλύνει τα ρούχα του σπιτιού.

 

Τα πιστρόφια

Η ετυμολογία της λέξης πρέπει να προέρχεται από παραφθορά της λέξης επιστροφή καθώς είναι ένας μικρός γάμος που γίνεται όμως στο σπίτι της νύφης την επόμενη Κυριακή. Όλη την εβδομάδα που πέρασε δεν επιτρέπεται η νύφη να πάει στο πατρικό της. Από το σόι του γαμπρού πηγαίνουν οι πιο κοντινοί συγγενείς.

Την ημέρα αυτή πρωί πρωί η μάνα του γαμπρού φτιάχνει λαγγίτες και κεφτέδες. Μαζί με τυρί και κρασί βάζει να φάνε ο σταυρογιός και ο νούνος οι οποίοι θα έρθουν για να κατεβάσουν τα μπαριάκια.

Η νύφη με συνοδεία μιας κουνιάδας θα πάει στην εκκλησία για να πάρει το ‘λουλούδι’. Αυτό είναι ένα μικρό μπουκέτο με άνθη της εποχής και βασιλικός που της το προσφέρει ο επίτροπος μέσα σ’ ένα δίσκο. Η νύφη το παίρνει αφήνοντας λίγα χρήματα και θα το βάλει μαζί με τα στέφανα στο εικόνισμα του σπιτιού της.

Μετά την εκκλησία πηγαίνουν τα νιόγαμπρα, οι γονείς του γαμπρού και κάποιοι στενοί συγγενείς του στο πατρικό της νύφης για να γιορτάσουν τα πιστρόφια. Στο δρόμο τραγουδούν τα γνωστά τραγούδια:

«Κίνησα το δρόμο δρόμο»

«Νεραντζούλα φουντωμένη»

«’Οσα βουνά κι αν πέρασα»

Τρώνε,  πίνουν και γλεντάνε μέχρι το απόγευμα. Οι συγγενείς της νύφης τους ξεπροβοδίζουν με τη συνοδεία των βιολιών.

 

Αυτός λοιπόν είναι ο παραδοσιακός κερασοβίτικος γάμος. Διακρίνεται για τη δωρικότητά του την αυστηρή τάξη όσον αφορά τους ρόλους. Πολλά είναι τα προληπτικά   μέτρα που  παίρνονται για να εξευμενίσουν την τύχη του ζευγαριού. Άλλο ένα σημείο που αξίζει να προσέξουμε είναι έντονη προθυμία που δείχνουν οι συγγενείς να βοηθήσουν στα του γάμου αδιαφορώντας ειλικρινά για τους κόπους και τις θυσίες που απαιτούνται παρά την κούραση που νιώθουν στην καθημερινή τους ζωή. Βαθιά μέσα τους όλοι αναγνωρίζουν τη μέγάλη αξία που έχει ο γάμος.

 

                                                                                      Καλοκαίρι 2006

                                                                                      Δημ.  Τέλλης

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ευχαριστώ θερμά για την πολύτιμη βοήθειά τους τις κυρίες:

                                                          Βάϊα Τσιάτσιου

                                                          Σπυριδούλα Σιάφη 

                                                          Μαριάνθη Βάιλα