Το άστρο του αλωνιού

                                    ΤΟ ΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΑΛΩΝΙΟΥ

(Ένα μυστικό δρώμενο από την Αγία Παρασκευή –Κεράσοβο Κόνιτσας)

 

Ο Εμφύλιος διατάραξε την κοινωνική διαστρωμάτωση του ελληνικού πληθυσμού, με άμεσες συνέπειες στον λαϊκό πολιτισμό. Οι φυγάδες στις Λαϊκές Δημοκρατίες και οι μέτοικοι στις μεγαλουπόλεις δεν είχαν άμεση επαφή με τον γενέθλιο τόπο.

Μετά την πολύμοχθη και εν πολλοίς μαρτυρική οικονομική  και πολιτική κατάσταση στο εσωτερικό, λειτούργησε η ληθαργούσα μνήμη με τη σύσταση φιλοπρόοδων συλλόγων, για να περισωθεί ό,τι η γενιά του χαλασμού μπόρεσε να συγκρατήσει ως βιωμένο παρελθόν.

 Φυσικά η απώλεια είναι εμφανέστατη στις επαγγελματικές γλώσσες και τα μυστικά δρώμενα, από τα μάγια μέχρι τις ιεροκρύφιες αγροτικές τελετές.

Ο Μαατρόγλου της Φούρκας συνδέεται με το ‘Άστρο του Αλωνιού’ της Αγίας Παρασκευής, το παλιό Κεράσοβο, γιατί η υμνωδία της γης-Γαίας είναι εμφανής σε όλες τις εκδηλώσεις ζωής-θανάτου-ανάστασης. Το σχετικό τελεστικό το έζησα όντας μαθητής της έκτης τάξης του δημοτικού.

Ήταν αρχές Ιουνίου όταν η Φωτίτσα Εξάρχου, μια ευγενική ύπαρξη με μακροχρόνιο φωτισμό στην Αίγυπτο, κάλεσε πολλά κορίτσια σε αλώνι, στην άκρη του χωριού, πάνω από τον μύλο που σώζεται, κοντά στο ποτάμι Βουρκοπόταμος.

Ήταν όλες περίπου 18 χρονών. Στάθηκαν πλάι πλάι και κάλυψαν ολοτρόγυρα το αλώνι.

Στο μέσο στάθηκε η Φωτίτσα με έξι κορίτσια, μικρότερα από μένα. Σχημάτισαν χορό. Ακριβώς στη μέση, κάτω στη γη, τοποθέτησαν εικόνα της Αγίας Παρασκευής, που είναι η αγία των βουνών, της Πίνδου η αγία, πολιούχος του χωριού, με το ομαδικό πολυφωνικό τραγούδι:

‘Στολίστρες μου, καλές στολίστρες

στολίστε καλά τη νύφη.

Αυτή βουνά θέλ’ να διαβεί

Της παίρνει πέπλα το κλαδί…’

Και στόλισαν την καταγής εικόνα με κλαδιά δρυός, βελανίδι ξερό και άνθη της εποχής. Τη ράντισαν με θειάφι. Αμέσως άρχισε ο εξωτερικός κύκλος το χορό και το τραγούδι:

‘Στον Άδη θα κατέβω

και στον Παράδεισο…’

Είχα καλή εποπτεία. Με είχε  βάλει η Φωτίτσα σε μαυρολίθαρο, έξω από τον κύκλο, με αυστηρό λόγο: «Ένα μονάχα παιδί πρέπει να μας δει. Αν μιλήσει για όσα δει θα πεθάνουν οι γονείς του». Η επιλογή δεν ήταν τυχαία, ήμουνα ξένος.

Αν και είχα φοβηθεί, κατέγραψα στη μνήμη το δρώμενο γιατί με είχε συνεπάρει.

Όταν το τραγούδι έφτασε στο στίχο:

‘Θα πάω να σαϊτέψω…’

τα έξι μικρά κορίτσια πλησίασαν την εικόνα της Αγίας Παρασκευής και αποφλοίωσαν πάνω της ξερό καλαμπόκι. Έγινε σιωπή. Ακούστηκε η Φωτίτσα με ιερή προσταγή:

‘Του Αλωνιού μας το Αστέρι

βροχές πολλές να φέρει.

Κίνα του δένδρου περιστερά

Με της νύχτας τα φτερά.’

Ξανάρχισε ο χορός που κυκλικά όλες πλησίαζαν την εικόνα. Και σαν έσμιξε ο μικρός με τον μεγάλο κύκλο, η Φωτίτσα δεήθηκε γονατιστή στην εικόνα:

‘Άνασσα Κηρασοβία

λύσε κάθε φαρμακία

Άγια μου Παρασκευή

Σώσε κόρη και παιδί.’

Ξαναχόρεψαν. Με φωνές τώρα ασυντόνιστες και χτυπώντας με τα πόδια τη γη σχεδόν έκραζαν:

‘Μα Γα, Μα Γα, γέννα!

Ύσον-Ύσον ουρανέ…’

Μετά η Φωτίτσα πήρε την εικόνα και συνοδευόμενη από τα έξι κοριτσάκια, πήγαν στον κοντινό αύλακα, την έπλυναν και τη στόλισαν με την πράσινη ποδιά που ήταν ζωσμένη η πιο μικρή.

Όταν γρήγορα γύρισαν, μπήκαν στην κορφή του χορού. Πρώτη η Φωτίτσα Εξάρχου που είχε σημαία την εικόνα. Ξανάρχισαν σ’ έναν κύκλο, όλες μαζί, το χορό με το ίδιο τραγούδι:

‘Στον Άδη θα κατέβω…’

Στα Γιάννενα, μαθητής στο Γυμνάσιο, φιλοξενήσαμε για μέρες τη Φωτίτσα, πριν χάσει από ιατρική φιλαργυρία το μοναχογιό της Αλκιβιάδη. Τότε κατέγραψα τους στίχους με τη δική της ερμηνεία για το δρώμενο.

«Όλα γίνονταν για να έχει ο τόπος νερό και να λυτρωθεί ο κόσμος από τη μάστιγα της μαγείας. Το γυναικείο χορό με τις φωνές τον λέμε ‘Σοβά’».

Δεν θέλησε να μου μιλήσει για την «Κηρασοβία»! Κάποια πιθανή εξήγηση, όταν ήμουν φοιτητής, μου έδωσε μύστης δάσκαλος στηριγμένος στου Λύγκου τη μεγάλη ιστορία.

Η θέση της Αγίας Παρασκευής ευνοούσε τη λειτουργία  Μαντείου Καθαρτηρίου Ύδατος, για την αποτροπή κάθε κακού. Δηλαδή αποσοβούσε κάθε επιρροή της Κηρ*, θεάς του ολέθρου, η οποία δρούσε μαγικά.

Ήταν η Κηρασοβία επώνυμη ιέρεια ή τοπική θεά του αρχαίου μαντείου, με βάση λειτουργίας, το καθαρτήριο ύδωρ, όπως σε άλλα Ηπειρωτικά μαντεία. Ξόρκιζε το μαγικό, το αιφνίδιο κακό.

Γι’ αυτό και η παλιά ονομασία του χωριού: Κεράσοβο, ίσως ήταν Κηρασοβία (Κηρ+σοβώ) ή Κηράσσοβο που φαίνεται πιο πειστικά στην παράγωγη λέξη  Κηρασοβίτης:Κήρα + σοβητής. Ο θεουργός που διώχνει μακριά την Κήρα. Την Ολόη. Και την κατάρα, ισοδύναμη με τα κακά μάγια , που ίσως γίνινταν και αυτά σε άλλο ποτάμι εκεί κοντά: τον Κακόλακκο! Η μνήμη είναι πάντα ισχυρή στη λαϊκή συνείδηση…

 

                                                                      Νίκος Τέντας

 

*Σύμφωνα με τη μυθολογία, η θεά Κηρ ήταν κόρη της Νύχτας και ήταν αυτή που έφερνε τη δυστυχία στους ανθρώπους. Αδέρφια της ήταν η Απάτη, το Γέρας,, η Έριδα, οι τέσσερις Εσπερίδες, οι τρεις Μοίρες, ο Μόρος (πεπρωμένο), ο Μώμος (χλευασμός), η Νέμεσις (τιμωρία), η Οιζύς (αθλιότητα), τα Όνειρα, η Φιλότης (ερωτική απόλαυση) και τα δίδυμα αδέρφια Ύπνος και Θάνατος. 

Τα έθιμα της Αποκριάς

 

ΤΑ ΚΕΡΑΣΟΒΙΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ, ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ, ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΓΙΟΡΤΩΝ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

 

Του Αγίου Ευθυμίου (20 Ιανουαρίου)

Από την παραμονή της γιορτής οι νοικοκυρές ετοίμαζαν μια κουλούρα από καλαμποκίσιο αλεύρι, τη μπομπότα. Ανήμερα της γιορτής την πήγαιναν στην εκκλησία και αφού τη διάβαζε ο παπάς την έπαιρναν πάλι και την έδιναν μπουκιά μπουκιά να τη φάνε τα ζώα του σπιτιού για να έχουν προκοπή.

Αποκριές


Με το που άνοιγε το Τριώδιο, από την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου, άρχιζε το μασκάρεμα μέχρι την Κυριακή της Τυρινής, πριν την Καθαρή Δευτέρα.

Ντύνονταν όλοι, μικροί και μεγάλοι, νέοι και γέροι. Φορούσαν τα ρούχα ανάποδα, παλιόρουχα, κάπες και ό,τι άλλο έβρισκαν φτιάχνοντας απίθανους και αταίριαστους συνδυασμούς. Οι άντρες ντύνονταν νύφες και οι γυναίκες γαμπροί. Άλλοι ντύνονταν γριές, κρατούσαν ρόκα προσποιούμενοι ότι γνέθουν, καμπούριαζαν και περπατούσαν αργά μιμούμενοι τη φωνή κάποιας γερόντισσας. Άλλοι έπαιρναν μπαστούνια και έκαναν τους γέρους σατιρίζοντας τα γεράματα. Έβαφαν το πρόσωπο με καπνιά και έβαζαν στις τσέπες τους στάχτη για να την πετάξουν σε όσους έκαναν άσεμνα πειράγματα.

Το Σάββατο πριν την Κυριακή της Τυρινής, οι νέοι του χωριού πήγαιναν να κόψουν κέδρα για να τα κάψουν στην πλατεία και στις γειτονιές του χωριού  την άλλη μέρα. Αν είχε χιόνια και δεν μπορούσαν να βγουν στο βουνό, έμπαιναν στις αυλές και στις καλύβες κρυφά και έκλεβαν κέδρα που είχαν οι νοικοκυραίοι για να φάνε τα ζωντανά τους.

Το Σάββατο το βράδυ οι δρόμοι του χωριού γέμιζαν χαρούμενες φωνές από τις παρέες των μασκαράδων. Παντού άκουγες γέλια και πειράγματα.

Οι παρέες αυτές πήγαιναν σε φιλικά ή συγγενικά σπίτια και οι σπιτονοικοκυραίοι προσπαθούσαν να μαντέψουν την ταυτότητα των μασκαράδων. Αυτοί με τη σειρά τους για να τους παραπλανήσουν έπαιζαν θέατρο και στην προσπάθειά τους αυτή δημιουργούνταν κωμικές καταστάσεις με πολύ γέλιο.

Στο τραπέζι τους φίλευαν πίτες, τυρί, αυγά, ελιές, τουρσί και κρασί ή τσίπουρο.

Την Κυριακή της Τυρινής, μετά την εκκλησία, τα καρναβάλια ξανάβγαιναν στους δρόμους του χωριού και στα σπίτια το τραπέζι ήταν μόνιμα στρωμένο με τις λιχουδιές που αναφέραμε.

Το βράδυ συγκεντρώνονταν στην πλατεία ή στις γειτονιές και άναβαν φωτιές με τα κέδρα που είχαν συγκεντρώσει. Γύρω από τη φωτιά χόρευαν με τα κλαρίνα να τους συνοδεύουν. Όταν η φωτιά χαμήλωνε πηδούσαν από πάνω για να δείξουν την αξιοσύνη τους αλλά και για να καθαριστούν. Ανάμεσα στην πάνω και στην κάτω γειτονιά καλλιεργούνταν ένας ανταγωνισμός για το ποιος  έχει μεγαλύτερη φωτιά.

Το έθιμο της φωτιάς, όπως σημειώνουν οι λαογράφοι, συμβολίζει τον καθαρμό, τον εξαγνισμό από το κακό και δίνει την ευκαιρία να γεννηθεί κάτι αγνό και καινούριο.

Τα τραγούδια που τραγουδούσαν ήταν:

«Τον ψηλό τον άνδρα»

«Μην τον αγαπάτε τον ψηλόν τον άντρα

Πόσπερνε το χρόνο τρία στάχυα σπόρο

Κι έκλαιγε βρυχιόταν ποιος θα τον θερίσει

Ποιος θα τον θερίσει να τον βοτανίσει.

Κι η έρμη η γυμ]ναίκα τον παρηγορούσε:

-Σώπα σώπα άντρα δίνουμε καμπόσα

δίνουμε καμπόσα να τα βοτανίσουν

να τα βοτανίσουν να μας τα θερίσουν.»

Με το τραγούδι αυτό σατίριζαν τον τεμπέλη άντρα.

 

Άλλο τραγούδι αποκριάτικο ήταν το «Μπράϊ». Μ’ αυτό σατίριζαν τον τύπο του γυναικά.

«Μπράϊ πο την πόλη κι ως τη Σαλονίκη

γαϊτάνι πλέκει κι άi δεν αδειάζει

κι άi δεν αδειάζει να κυνηγήσει

να κυνηγήσει λαγόν περδίκα.

Μον κυνηγούσε τα μαύρα μάτια.

Μαύρα μου μάτια κι άϊ πλουμισμένα

Κλαίγαν τα μάτια μ’ όλο για σένα.»

 

Το τραγούδι «Δυο δυο» αναφέρονταν στα αρνητικά του γάμου και τι καλύτερη ευκαιρία από τη στιγμή του καρναβαλιού να εκφράσουν τα παράπονά τους.

«Δυο δυο κι άλλα δυο

μπάτε κορίτσια στο χορό

Μπατέ κορίτσια στο χορό

Τώρα που έχετε καιρό

Γιατ’ αύριο παντρεύεστε

Σπιτονοικοκυρεύεστε.

Δε σας αφήν οι άντρες σας

Να πάτε στις μανάδες σας.

Δε σας αφήν’ ο πεθερός

Να πάτ’ εκεί που ‘ν ο χορός.

Δε σας αφήν’ η πεθερά

 Να πάτ’ εκεί που ‘ν η χαρά

Δε σας αφήνουν τα παιδιά

Να πάτε σ’ άλλη γειτονιά.

Τους άντρες τους μεθύζουμε

Και τους αποκοιμίζουμε

Και τον κακό τον πεθερό

Τον δένουμε απ’ τον αργαλειό

Και την κακιά την πεθερά

Τη δένουμε απ’ την πυροστιά

Και τα παιδιά τα δέρνουμε

Κοντά μας δεν τα παίρνουμε

Του στρώνω δω του στρώνω κει

Του στρώνω έξω στην αυλή

Του στρώνω πέντε στρώματα

Πέντ’ έξι σκυλοτόμαρα

Του βάζω για προσκέφαλο

Ένα γαϊδαροκέφαλο.»

 

Το τραγούδι «Αχ μάνα μου» αναφέρεται κι αυτό στις δυσκολίες του γάμου:

«Αχ η μάνα μου, η κυρά μάνα μου

μικρή με πάντρεψε και με βασάνισε.

Μ’ έδωσε μακριά στην πάνω γειτονιά

Ήβρα πεθερά σαν την τριανταφυλλιά

Ήβρα πεθερό σαν τον αυγερινό

Ήβρα κι αντραδέρφια δυο που αχ να μην τα χαρώ.

Νύχτα με σήκωναν τα μεσάνυχτα

-Σήκω νύφη μας και κυρά νύφη μας

Σήκω να φτιάξεις τον καφέ για να πιεί ο πεθερός

Για να πιεί η πεθερά να πιουν τα αντραδέρφια δυο

Αχ που να μην τα χαρώ.»

 

Για τις γυναίκες που …αγαπούσαν πολύ τους άντρες τους τραγουδούσαν το «‘Άιντε ήρθε ο άντρας σου»:

«-Άιντε μωρέ άιντε ήρθ’ ο άντρας σου

-Άι κι αν ήρθε μωρέ κι αν τι

κι ου χουρός καλά κρατεί.

-Άιντε μωρ’ άιντε ν’ ότι πείνασε

-Άι κι αν πείνασε κι άι τι

κι ου χουρός καλά κρατεί

Το ψωμί είναι στο μεσάλι

Δώστε του να φάει τη ζάλη

-Άιντε μωρε άιντε ν’ ότι θέλ’ φαΐ.

-Το φαΐ είναι στη μισούρα (βαθύ πιάτο)

δώστε του να φάει τη ζούρα

     -Άιντε μωρ’ άιντε ν’ ότι πέθανε

      -Άι κι αν πέθανε κι άι τι

      -Κι ου χουρός καλά κρατεί.

Βάλτε τον βαθιά βαθιά

Να μη βγει καμιά βραδιά

Κι μας σκιάξει τα παιδιά

Τα παιδιά στη γειτονιά.»

 

Το τραγούδι «Έβαλα γρ-γρ-γρ»

«Έβαλα γρ-γρ-γρ έβαλα μια κλωσσαριά

με σαρά γρ-γρ-γρ με σαρανταπέντε αυγά

κι έβγαλε γρ-γρ-γρ κι έβγαλε κι αυτή δυο πλια

το ‘να ει γρ-γρ-γρ το’να είναι πέτσιοτας

τα’ άλλο ει γρ-γρ-γρ τ’ άλλο είναι κόκοτας.»

 

Το τραγούδι «Καλογριά» έχει σεξουαλικά υπονοούμενα απόλυτα συμβατά με το αποκριάτικο πνεύμα.

«Καλογριά έχ’ ο καλογριά έχ’ όμορφον υγιό

βάι βάι πουλί μου κι όμορφο παλικάρι

τον ζήλευε τον ζήλευε η γειτονιά

βάι βάι πουλί μου τον ζήλευε η χώρα.

Τον ζήλεψε κι η καλογριά

Βάι βάι πουλί μου άντρα για να τον κάνει

-Έλα γιόκα μ’, έλα γιόκα μ’ να πέσουμε

βάι βάι πουλί μου να κοιμηθούμ’ αντάμα

-Σώπα καλο- σώπα καλογριάμην το λες

βάι βάι πουλί μου και μην το κουβεντιάζεις

μην μας ακού- μην μας ακούσει ο Θεός

βάι βάι πουλί μου τρεις χρόνους δε θα βρέξει

Μη μας ακού- μην μας ακούσει η μαύρη γης

Βάι βάι πουλί μου τρεις χρόνους δεν καρπίσει.» 

 

Στο χωριό έλεγαν και τα πανελληνίως γνωστά τραγούδια «Πώς το τρίβουν το πιπέρι» και το «Στης ακρίβειας τον καιρό»:
»Στης ακρίβειας τον καιρό

Επαντρεύτηκα κι εγώ

Εμ και παίρνω μια γυναίκα

Που ‘τρωγε για πέντε δέκα

Μόλις την επρωτοπήρα

Μου ‘φαγε μια προβατίνα

Και τη δεύτερη βραδιά

προβατίνα μ’ εξι αρνιά

κι όταν πήγαινε να χέσει

έτρεμε ο χαλές να πέσει

κι όταν πάει να κατουρήσει

να ‘ταν μύλος να γυρίσει.»

Άλλο τραγούδι με σεξουαλικό περιεχόμενο ήταν το «Τσουραβέλα μ’ κρατσανή»:

«Τσουραβέ- μώρ’ τσουραβέ-

τσουραβέλα μ’ κρατσανή (δις)

πάει στο γάμο να χαρεί (δις)

και τη φόρτωσαν μαλλί.

‘γώ δεν ή-, μώρ’  ‘γώ δεν ή-

‘γώ δεν ήρθα για μαλλί (δις)

ήρθα για λίγο νινί,

να βρω τρύπα να τρυπώσω

και μαλλί ν’ ανακατώσω.»

 

Άλλο τραγούδι κι αυτό «άσεμνο» ήταν το «Τρεις καλές νοικοκυρές»

«Τρεις καλές νοικοκυρές

στο προσήλιο κάθουνταν

τα νινιά τους ψύριζαν

και μπατσούλες τα ‘κρουαν.

-Κάτσετε καλά νινιά

μη σας βρει κανά κακό

κάνα αγγούρι τρυφερό.

Πέντε ποντικοί βαρβάτοι

μου χαλάσαν το κρεβάτι

κι άλλοι δυο μουνουχισμένοι

μου το φτιάξαν οι καημένοι.»

 

Ένα άλλο με παρόμοιο περιεχόμενο ήταν το «Στου γαμπρού τη βρακαζούνα»:

«Στου γαμπρού τη βρακαζούνα

τρία ρόδια κρεμασμένα

το ‘να τ’ άστρο, τ’ άλλο η πούλια

τ’ άλλο του γαμπρού η σακκούλα

το μεσαίο το τσιλικιένιο

το ‘χει η νύφη καπαρωμένο.»

 

Άλλο τραγούδι ήταν το «Στρίτζι στρίτζι στην κρανιά»

«Στρίτζι στρίτζι στην κρανιά

που ξουρίζουν εννιά μουνιά.

Πάει κι ο πούτσος να τα δει

και τον διώξαν από κει

δίχως να γαμήσει μουνί.

Φεύγα πούτσκαρε σια πέρα,

μη μας παίρνεις τον αέρα,

πουτσκαρέλα, πουτσκαρέλα.»

 

«Απόψε, κυρά νύφη, θα παίξει ο μάνταλος

τα δυο κουπιά κι ο δαυλός ο ξεσκούφωτος.

Το καινούριο το μαχαίρι σε καινούρια τρύπα μπαίνει.

Δυο ποδάρια σηκωμένα κι άλλα δυο γονατισμένα,

μια κοιλιά βαρεί την άλλη, γίνεται χαρά μεγάλη.»

 

Πολλές φορές αυτά τα τραγούδια τα τραγουδούσαν χορωδιακά σε παρέες χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων.

Την Κυριακή της Τυροφάγου τα νιόπαντρα ζευγάρια και τα παιδιά πήγαιναν να επισκεφθούν τους κουμπάρους και το νουνό τους. Εκεί τους φίλευαν αυγά τηγανιτά, πίτες με τυρί και φεύγοντας τους πρόσφεραν ένα αυγό βραστό να το πάρουν μαζί τους. Η επίσκεψη έπρεπε να γίνει μέχρι το απόγευμα γιατί μετά είχαν να πάνε στις φωτιές.

Αφού τελείωναν με τους χορούς στις φωτιές μαζεύονταν σε συγγενικά σπίτια και μασκαρεμένοι όπως ήταν έκαναν το έθιμο του «χάσκα»

Από μια ρόκα κρεμούσαν ένα βρασμένο αυγό και η νοικοκυρά με προσεκτικές κινήσεις σημάδευε το στόμα του καθενός της παρέας με τη σειρά κι αυτός με τη σειρά του, χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χέρια του, έπρεπε να το πιάσει μόνο με το στόμα. Αν το κατάφερνε έτρωγε το αυγό και στη συνέχεια έβαζαν άλλο για να προσπαθήσει κι ο επόμενος.

Το έθιμο αυτό το κάνουν και σε άλλες περιοχές και μάλιστα αντί για αυγό βάζουν ένα γλυκό.

Την Κυριακή της Τυρινής υπήρχε κι ένα άλλο όμορφο και βαθιά ανθρώπινο έθιμο. Αν κάποιον τον βάραινε κάποιο μικρό ή μεγάλο κρίμα πήγαινε στον συγγενή του και ζητούσε συγχώρεση.

 

Η Καθαρή Δευτέρα

Πρωί πρωί έπρεπε να καθαρίσουν τα αγγειά του σπιτιού. ΄

Έβαζαν να βράσει νερό με στάχτη κι έφτιαχναν έτσι την «καταστάλα». Μ’ αυτήν έτριβαν όλα τα μαγειρικά σκεύη για να είναι καθαρά. Μαζί καθάριζαν βέβαια και όλο το σπίτι.

Το τραπέζι τη μέρα αυτή έχει πια μόνο νηστίσιμα φαγητά: φασολάδα αλάδωτα, τουρσί, ελιές, ξηρούς καρπούς και «σκίσματα» για γλυκό. Αυτά ήταν φέτες από αποξηραμένα φρούτα τα οποία τα έβραζαν και τα έτρωγαν σαν κομπόστα. Οι πιο ηλικιωμένες γυναίκες δεν έβαζαν τίποτα στο στόμα τη μέρα αυτή. Στα μικρά παιδιά που ήθελαν να φάνε τυρί τους έλεγαν: «Πάει το τυρί, το πήρε ο κουτσογόμαρος και το πήγε στο Σμόλικα! Θα το φέρει το Πάσχα!»

Το απόγευμα έβγαιναν τα όργανα στην πλατεία όπου οι κάτοικοι μασκαρεμένοι χόρευαν και γλεντούσαν.

Ό,τι περίσσευε από  τα αρτύσιμα φαγητά της Κυριακής της Τυρινής τα έτρωγαν το ερχόμενο Σάββατο των Αγίων Θεοδώρων. Οι προνομιούχοι βέβαια ήταν οι άντρες και τα παιδιά.

 

25η Μαρτίου, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου

Τα παιδιά του χωριού από την παραμονή της γιορτής πήγαιναν στους τσελιγκάδες και έπαιρναν τα μεγάλα κυπριά και τις κουδούνες που έβαζαν στα ζωντανά τους. Διάλεγαν τα μεγαλύτερα για να κάνουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο θόρυβο. Τα περνούσαν σε ένα στρογγυλό και μακρύ ξύλο, τα φορούσαν στο λαιμό ή τα κρατούσαν στο χέρι και περιφέρονταν στους δρόμους. Τα κουνούσαν με δύναμη και τραγουδούσαν:

«Ήρθε η Βαγγελίστρα

τι χαρά μεγάλη

κόψε το κεφάλι

ρίξ’ το στο ποτάμι

να το φαν’ τα τσιροπούλια

και τα μαύρα χελιδόνια.»

Ένα από τα παιδιά κρατούσε ένα καλάθι για να μαζεύει τα κεράσματα. Οι νοικοκυρές έβγαιναν στις πόρτες και τους έδιναν αυγά, ξηρούς καρπούς, καραμέλες και σπάνια χρήματα.

Ο δυνατός θόρυβος ήταν ένας τρόπος να διώξουν τον κακό χειμώνα και να πανηγυρίσουν τον ερχομό της πολυπόθητης άνοιξης.

 

ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

 

Το Σάββατο του Λαζάρου

Την ημέρα αυτή τα παιδιά του χωριού έλεγαν κάλαντα κρατώντας στα χέρια τους τα ‘χελιδόνια’.

Τα ‘χελιδόνια’ ήταν ένα ξύλο που είχε έλικες από χρωματιστά χαρτιά και καθώς τα παιδιά το κουνούσαν πάνω κάτω περιστρέφονταν. Το παιχνίδι αυτό το έφτιαχναν τα παιδιά μόνα τους. Στην κορυφή του ξύλου ΄΄εβαζαν ένα σκαλιστό ξύλινο πουλάκι.

Εκτός από τα ‘χελιδόνια’ ένα παιδί κρατούσε ένα σταυρό στολισμένο με λουλούδια. Ένα άλλο παιδί κρατούσε ένα καλάθι για να μαζεύει τα αυγά που τους έδιναν οι νοικοκυρές.

Τραγουδούσαν τα παρακάτω τραγούδια:

«Σήμερα έρχεται ο Χριστός ο επουράνιος Θεός

και στην πόλη Βηθανία με κλαδών και με βαΐα.

Βγείτε σας παρακαλούμε για να σας διηγηθούμε

Για να μάθετε τι εγίνει σήμερα στην Παλαιστίνη

Μάρθα κλαίει και Μαρία έξω από τη Βηθανία

Λάζαρον τον αδερφό της  και γλυκύ τον καρδιακό της .

Τρεις ημέρες  τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν

Την ημέρα την Τετάρτη κίνησ’ ο χριστός για να ‘ρθει..

Και εβγήκε η Μαρία έξω από τη Βηθανία

Και εμπρός του γονατίζει και τους πόδας του φιλεί.

-Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου, Κύριέ μου και Θεέ μου

δε θα πέθαιν’ ο αδερφός μου και ο φίλος ο δικός σου.

Μα τώρα κι εγώ πιστεύω και καλώς το ηξεύρω.

Τότε ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει:

-Άδη, Τάρταρε και Χάρε και το Λάζαρο θα πάρω.

Δεύρω έξω Λάζαρέ μου φίλε και αγαπητέ μου

Τότε ο Λάζαρος σηκώθη ζωντανός σαβανωμένος

Ζωντανός σαβανωμένος και με τα κεριά ζωσμένος.

-Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη που επήγες;

-Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.

Δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι

Της καρδούλας των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον.»

 

Μετά έλεγαν την ευχή:

«Του χρόνου πάλιν εύχομαι με υγεία να σας βρούμε

στα σπίτια σας χαρούμενοι όλοι να τραγουδούμε!» 

 

Αν το σπίτι είχε μικρό παιδί αγόρι ή κορίτσι έλεγαν αντίστοιχα το τραγουδάκι:

«Ένα μικρό μικρούτσικο μικρό και χαϊδεμένο

η μάνα του το προβοδεί στο δάσκαλο να πάει

κι ο δάσκαλος το καρτερεί μ’ ένα μοσχοκλωνάρι

κλωνάρι μοσχοκλώναρο και μοσχομυρισμένο

-       Παιδί μου πουν’ τα γράμματα, παιδί μου πού είν’ ο νους σου

-       Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ο νους μου πέρα ως πέρα

Πέρα πέρα κι αντίπερα πέρα στις μαυρομάτες.»

 

« Φραγγίτσα δω Φραγγίτσα κει Φραγγίτσα πάει στη βρύση

με το γιορτάνι στο λαιμό με τη λιανή τη μέση

και με το ‘σημοζούναρο χαμπλά χαμπλά ζωσμένη

πό ‘χει το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σαν γαϊτάνι

το πάνω ματοτσίνορο σα ελληνικό δοξάρι.»

 

Η Κυριακή των Βαΐων

Την ημέρα αυτή στην εκκλησία ο παπάς μοιράζει στους πιστούς κλαδιά από δάφνη και οι νοικοκυρές τα φυλάνε στο εικόνισμα. Τα φύλλα αυτά τα χρησιμοποιούσαν βέβαια και στη μαγειρική αλλά και για ξεμάτιασμα ανθρώπων και ζώων. Τα έκαιγαν και πίστευαν ότι ο καπνός διώχνει το κακό.

Την Κυριακή των Βαΐων τρώνε μπακαλιάρο σκορδαλιά ή μπακαλιάρο με κρεμμύδια ή με ρύζι.

Από την ημέρα αυτή έπρεπε να αρχίσουν να φτιάχνουν τη βαφή για τα κόκκινα αυγά που θα έβαφαν τη Μεγάλη Πέμπτη. Στα μπακάλικα του χωριού πουλούσαν ένα ειδικό ξύλο που λεγόταν ‘μπακάμη’ (αιματόξυλο). Το έβαζαν στο νερό να μουλιάσει κι αυτό έβγαζε ένα κόκκινο χρώμα.

 

Η Μεγάλη Πέμπτη

Τη ημέρα αυτή πρώτη και κύρια δουλειά στο σπίτι ήταν το βάψιμο των κόκκινων αυγών με τη ‘μπακάμη’. Με τη μπογιά που περίσσευε έβαφαν την πλάτη ή το κεφάλι των οικόσιτων ζώων. Την υπόλοιπη θα τη χύσουν στο ποτάμι της Αναλήψεως.

Μερικά αυγά τα ζωγράφιζαν με βιτριόλι που προμηθεύονταν από τους καλαντζήδες. Σχεδίαζαν λουλούδια ή έγραφαν Χ.Α. (Χριστός Ανέστη). Τα αυγά αυτά τα έλεγαν ‘περδίκες’ και τα πρόσφεραν οι νονοί στα βαφτιστήρια τους ή οι πεθερές στις νεαρές νύφες και στα αρραβωνιασμένα ζευγάρια μαζί με μια κουλούρα ρουφτένια (από  αλεύρι ρεβιθιού) μ’ ένα αυγό στη μέση.

Πολλές νοικοκυρές από τη Μεγάλη Τετάρτη ή το Μεγάλο Σάββατο έφτιαχναν κουλούρες ρουφτένιες.

Την ημέρα αυτή τα κορίτσια του χωριού πήγαιναν να μαζέψουν αγριολούλουδα, ίτσια, πασχαλούδες και μάραντα για να στολίσουν τον Επιτάφιο.

Τη Μεγάλη Πέμπτη θα βράσουν και τη φασολάδα για την επόμενη μέρα γιατί τη Μεγάλη Παρασκευή δεν επιτρέπεται να κάνουν καμία δουλειά.

Την Μεγάλη Πέμπτη αγόραζαν τις λαμπάδες, μία για κάθε μέλος της οικογένειας και ακόμη δώδεκα για να τις ανάψουν στα εξωκλήσια του χωριού. Σε όσα δεν μπορούσαν να πάνε, έδιναν τις λαμπάδες στους κτήτορες την εκκλησιών.

 

Η Μεγάλη Παρασκευή

Είναι ημέρα μεγάλου πένθους για τη σταύρωση του Χριστού και οι γυναίκες που ξαγρυπνούν στην εκκλησία ψάλουν το ‘Σήμερα μαύρος ουρανός’:

«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα

σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται

σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι

οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρεις καταραμένοι

για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων  Βασιλέα

Κι ο Κύριος ηθέλησε να μπει στο περιβόλι

Να λάβει δείπνο μυστικό για να τον λάβουν όλοι

Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της

Τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της

Φωνή της ήρθε εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα

-Πάψε Κυρά τις προσευχές, πάψε και τις μετάνοιες

το γιο σου τον επιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε

Μες στου  Πιλάτου τα σουβλιά εκεί τον τυρανάνε

Χαλκιά χαλκιά φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία πιρόνια.

Κι αυτός ο παλιοφαραός βαρεί και φτιάνει πέντα.

-Συ φαραέ που τα ‘φτιαξες πρέπει να μας διδάξεις

-Τώρα που με ρωτήσατε, εγώ θα σας διδάξω.

Βάλτε τα δυο στα πόδια του, τα δυο στα λυτροπόδια.

Το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδούλα

Να τρέξει αίμα και νερό, να λιγωθεί η ψυχούλα.

Η Παναγιά σαν τα’ άκουσε, έπεσε και λιγώθει.

Στάμνες νερό της έριχναν, τρία κανάτια μούστο

Και τρία μυροδόσταμα ώσπου να έρθει ο νους της.

Ζητεί μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει.

Ζητά φωτιά για να καεί για το μονογενή της.

-Μάνα μ’ αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιούνται οι μάνες όλες

Μάνα μ’ αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιούνται οι μάνες όλες

Μάνα μου αν καείς εσύ , καίγονται οι μάνες όλες

Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή κι η μάνα του Λαζάρου

Κι η αδερφή του Ιακώβ οι τέσσερις αντάμα.

Κίνησαν το στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι

Το μονοπάτι τ’ς  έβγαλε μες στου ληστού την πόρτα

-Ανοίξτε πόρτες του ληστού και πόρτες του Πιλάτου.

Κι οι πόρτες απ’ το φόβο τους άνοιξαν μοναχές τους

Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δε γνωρίζει

Τηράει και δεξιότερα, βλέπει τον Άγιο Γιάννη

-Άϊ-Γιάννη μου και Πρόδρομε και βαφτιστή του γιου μου

μην είδες τον ιγιόκα μου και το διδάσκαλό σου;

-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω

δεν έχω χέρι πάλαμο για να σου τον εδείξω

μον’ τήρα κείνον τον γυμνό τον παραπονεμένο

όπου φοράει πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο

όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι.

-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;

-Τι να πω μανούλα μου, τι διάφορο δεν έχεις

μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσονύχτι

όταν λαλήσει ο πετεινός, σημάνουν οι καμπάνες.

Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια

Σημαίνει κι η Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι

Όποιος το λέγει σώζεται κι όποιος τα’ ακούει αγιάζει

Κι όποιος το καλοαφκράζεται, παράδεισο θα λάβει

Παράδεισο κι αϊ-λίβανο από τον άγιο Τάφο.»

 

Το παρακάτω τραγούδι το έλεγαν όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα αλλά και το Σάββατο του Λαζάρου με τα ‘χελιδόνια’.:

«Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο

εκεί δέντρος δεν ήτανε, δέντρος εφανερώθη.

Ο δέντρος ήταν ο Χριστός κι η ρίζα η Παναγία

Κι αυτά τα μοσχοκλώναρα ήταν οι μαθητές του

Κι αυτά τα φύλλα πο’ πεφταν ήταν οι μάρτυρές του

Που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα πάθη

-Χριστέ μου ποιος σε σταύρωσε; Οι άνομοι Εβραίοι.

Οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι.»

 

Το παρακάτω τραγούδι το τραγουδούσαν οι κοπέλες όταν έβγαινε το φεγγάρι της Πασχαλιάς. Κρατούσαν στο χέρι τους ένα αντικείμενο χρυσό ή ασημένιο και περίμεναν το βράδυ πότε θα σκάσει στον ορίζοντα το λαμπρό φεγγάρι. Και μόλις ξεπρόβαλε πίσω από τις βουνοκορφές του Σμόλικα άρχιζαν το χορό τραγουδώντας το τραγουδάκι:

«Νιο φεγγάρι, νιο παλικάρι

νιο σπυρί μαργαριτάρι

τα τσιαμπάδια (μαλλιά) ως το ζ’νάρι

κι η σακούλα του γιομάτη

λίρες, λίρες, λίρες, νομ (δωσ’ μου) κι εμένα λίρες

λίρες, λίρες, λίρες.»

 

Το Μεγάλο Σάββατο

Στα σπίτια ετοίμαζαν τον οβελία και τη μαγειρίτσα. Η πεθερά, αν είχε αρραβωνιασμένο γιο,  έπαιρνε μια λαμπάδα στολισμένη με φιόγκο, μια κουλούρα ρουφτένια (από αλεύρι ρεβιθιού), ένα κόκκινο αυγό και πήγαινε να τα προσφέρει στην αρραβωνιαστικιά του γιου της.

 

Η Ανάσταση

Στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας η καμπάνα για τη γιορτή της Ανάστασης χτυπούσε στις 2 τα μεσάνυχτα για να μπορούν να έρθουν κρυφά στα σπίτια και να γιορτάσουν μαζί με τις οικογένειές τους και οι Κλέφτες που ζούσαν στα βουνά έξω από το χωριό.

Όταν μετά την εκκλησία γύριζαν στο σπίτι έτρωγαν τη μαγειρίτσα. Την άλλη μέρα πήγαιναν πάλι στην εκκλησία για να γιορτάσουν τη Δεύτερη Ανάσταση. Μετά το τέλος της λειτουργίας οι γυνάικες χόρευαν στην πλατεία της εκκλησίας το τραγούδι ‘Σήμερα Δέσπω μ’ Πασχαλιά’. Το χόρευαν τραγουδώντας χωρίς τη συνοδεία οργάνων.

 

«Ορέ σήμερα Δέσπω μ’ Πασχαλιά

κι αύριο είναι πανηγύρι, μα το Χριστός Ανέστη

κι αύριο είναι πανηγύρι μα το Αληθώς Ανέστη

ορέ ‘ν’ όλες οι νύφες στο χορό

κι όλες οι μαυρομάτες μα το Χριστός Ανέστη

κι όλες μαυρομάτες μα το Αληθώς Ανέστη

 

Ορέ κι εσύ Δέσπω μ’ δε φαίνεσαι

Μες στο χορό να σέρνεις μα το Χριστός Ανέστη

Μες στο  χορό να σέρνεις μα το Αληθώς Ανέστη

 

Ορέ μάνα μου κλαίει το παιδί

Μάνα μου δε μ’ αφήνει, μα το Χριστός Ανέστη

Μάνα μου δε μ’ αφήνει, μα το Αληθώς Ανέστη.

 

Ορ’ε Δέσπω μ’ δώσ’  του ένα αυγό

Να παίξει να ξεχάσει, μα το Χριστός Ανέστη

Να παίξει να ξεχάσει, μα τ’ Αληθώς Ανέστη.»

 

Το παραδοσιακό αρνί το έψηναν συνήθως στον πέτρινο φούρνο του σπιτιού γιατί οι καιρικές συνθήκες δεν επέτρεπαν το ψήσιμο στη σούβλα. Το τραπέζι βέβαια ήταν πολύ πλούσιο για τη μέρα αυτή με τα δεδομένα της εποχής φυσικά.

Τη Δευτέρα μετά την Ανάσταση τσούγκριζαν τα κόκκινα αυγά και πήγαιναν επισκέψεις στους εορτάζοντες.

Κάθε μέρα την εβδομάδα της Διακαινησίμου λειτουργούσαν, όπως και σήμερα βέβαια, όλα τα εξωκλήσια του χωριού με τη σειρά.

Τη Δευτέρα πήγαιναν στον Αϊ-Γιώργη αν ήταν η γιορτή του, την Τρίτη στον Άγιο Νικόλαο, την Τετάρτη στον Άϊ-Δημήτρη, Την Πέμπτη στην Αγία Βαρβάρα, την Παρασκευή  Στην Αγία Παρασκευή. Την  Πρωτομαγιά πήγαιναν στον Άϊ-Λια και στον Άγιο Αθανάσιο πήγαιναν στις 2 Μαΐου. Την Πρωτομαγιά, γιορτή της φύσης, στόλιζαν τις μπούκλες (ξύλινα παγούρια) με λουλούδια, έδεναν στη μέση μια χλιδρονιά (αναρριχητικό φυτό), στο κεφάλι έβαζαν ένα στεφάνι από λουλούδια.

Την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου έπρεπε να κανονίσουν σε ποιον τσομπάνο θα δώσουν τα οικόσιτα ζώα τους, γίδια ή πρόβατα, για να τα ξεκαλοκαιριάσει στο βουνό. Η διάρκεια της συμφωνίας έληγε την ημέρα της γιορτής του Αγίου Δημητρίου στις 26 Οκτωβρίου. Περισσότερα για τα έθιμα που αναφέρονται στην κτηνοτροφική ζωή των κατοίκων θα μιλήσουμε σε ξεχωριστή  ενότητα.

 

Του Αγίου Κωνσταντίνου

Την  ημέρα αυτή οι τσοπαναραίοι συγκέντρωναν τα οικόσιτα ζώα και τα έβγαζαν έξω στα βουνά του χωριού για να ξεκαλοκαιριάσουν μέχρι τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου οπότε θα τα έφερναν πίσω στο χωριό γιατί το χειμώνα τα κρατούσαν στα σπίτια τους οι ιδιοκτήτες.

Το κοπάδι το συνόδευαν οι γυναίκες μέχρι την άκρη του χωριού και γυρίζοντας πίσω έκοβαν ένα κλαδί κρανιάς και λίγο χορτάρι κι αυτά τα τρύπωναν στον τοίχο δίπλα στην αυλόπορτα του σπιτιού. Αυτό το έκαναν κάθε φορά που ξεπροβοδούσαν τους άντρες τους για να πάνε ταξίδι στα ‘ξένα’ για να ασκήσουν τη μαστορική. Τότε όμως έκοβαν μόνο κλαδί κρανιάς. Έτσι έμεινα η φράση ‘Θα κόψουμε κρανιά και για σένα’.

 

Της Αναλήψεως

Την ημέρα αυτή οι γυναίκες πήγαιναν στο ποτάμι παίρνοντας μαζί τους και τα μικρότερα παιδιά. Στο νερό του ποταμού έχυναν τη μπογιά που είχαν βάψει τα αυγά κι έπειτα έλουζαν το κεφάλι κι έπλεναν τα πόδια τους.

 

Της Πεντηκοστής – Τα ‘Ρουσάλια’

Το Σάββατο της Πεντηκοστής σε κάθε σπίτι οι νοικοκυρές ΄φτιάχνουν πίτες και τις πάνε στην εκκλησία για να τις προσφέρουν στις ψυχές των νεκρών. Πιστεύουν ότι από την Μεγάλη Πέμπτη οι ψυχές των αγαπημένων προσώπων που έχουν πεθάνει κατεβαίνουν στη γη, καθώς κι ο Χριστός με την Ανάστασή του νίκησε το θάνατο, μέχρι που ξαναφεύγουν την ημέρα της Πεντηκοστής.

Οι πίτες είναι συνήθως κλωστές (στριφτές) με τυρί ή γλυκές με καρύδια και ζάχαρη. Τις πάνε νωρίς νωρίς στην εκκλησία με μια λαμπάδα κι ένα πανέρι με τριαντάφυλλα. Μετά τη λειτουργία τις μοιράζουν στον κόσμο για να τις φάνε και να συγχωρέσουν τους νεκρούς για να επιστρέψουν ευχαριστημένοι  στον ουρανό. Την εκκλησία πρέπει να αφήσουν και τις λαμπάδες που δεν είχαν καεί την Ανάσταση.

Το έθιμο αυτό το λένε ‘ρουσάλια’ και ίσως να προέρχεται από το λατινικό rosa που σημαίνει τριαντάφυλλο.

Την Τρίτη, μετά τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος, θα γίνει λειτουργία στο εξωκλήσι της Αγίας Τριάδας.

 

Η Πιρπιρούνα

Το έθιμο αυτό γινόταν για να προκαλέσουν τη φύση να φέρει βροχή και γινόταν συνήθως Μάιο ή Ιούνιο όταν η βροχή ήταν απαραίτητη για να φυτρώσουν οι καλλιέργειες. Είναι ένα έθιμο με καταγωγή από την εποχή της ειδωλολατρίας.

Οι γυναίκες του χωριού μάζευαν από το ποτάμι φύλλα από ‘παρπαντίλες’, είναι πλατιά φύλλα από ένα υδρόφιλο ποώδες φυτό και μ’ αυτά έντυναν ένα κορίτσι ορφανό από πατέρα και το έκαναν πιρπιρούνα.

Το τύλιγαν με τα φύλλα από κάτω προς τα πάνω σαν τα λέπια του ψαριού ώστε να μην το βρέξουν όταν θα έριχναν νερό πάνω του. Το κάλυπταν μέχρι και το κεφάλι αφήνοντας μόνο δυο τρύπες στα μάτια για να βλέπει.

Στη συνέχεια έπαιρναν την πιρπιρούνα και τη γύριζαν στα σπίτια του χωριού τραγουδώντας:

«Πιρπιρούνα περπατούσε

το θεό παρακαλούσε

-Κύργιέ μ’ βρέξε μια δροσούλα

για τα στάρια τα κριθάρια

 για τα στάρια τα κριθάρια

για τις όμορφες τις βρύζες.

 

Και αλλάζοντας το ρυθμό, συνέχιζαν:

«Τι ‘ναι κείνο πο’ ‘ρχεται

-Σύννεφο με τη βροχή

σύννεφο με τη βροχή

μπάρες μπάρες το νερό

μπάρες μπάρες το νερό

λίμνες λίμνες το κρασί.»

Η κάθε νοικοκυρά έβγαινε μ’ ένα τσουκάλι και το έριχνε πάνω στην πιρπιρούνα με την ευχή να βρέξει. Ό,τι μάζευαν από τα σπίτια τα έδιναν στην κοπέλα για αμοιβή. Πολλές μαρτυρίες αναφέρουν ότι μετά την πιρπιρούνα έβρεχε και οι κάτοικοι ήταν ευτυχισμένοι.

 

Αφήγηση: Μαριάνθη Βάϊλα,  Ανδρομάχη Κ. Γελαδάρη

Συγγραφή: Δημήτρης Τέλλης

Τα έθιμα του Δωδεκαήμερου

 

ΤΑ ΚΕΡΑΣΟΒΙΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ

Ουσιαστικά τα έθιμα των Χριστουγέννων αρχίζουν λίγες μέρες πριν τη γιορτή με το σφάξιμο του οικόσιτου χοίρου που έτρεφε η κάθε οικογένεια από την άνοιξη γι’ αυτό το σκοπό. Οι πιο φτωχές μεγάλωναν το γουρούνι συνεταιρικά και στο τέλος μοιράζονταν το κρέας του.

Το σφάξιμο ήταν πραγματική ιεροτελεστία, τέτοια που παραπέμπει σε αρχαίες θυσίες. Μ’ ένα θυμιατήρι θυμιάτιζαν το σφάγιο και έβαζαν στο στόμα του ένα κρεμμύδι. Τα παιδιά περίμεναν αυτό το γεγονός με ιδιαίτερη ανυπομονησία. Έπαιρναν την ουρήθρα του ζώου και την έκαναν μπάλα. Τη χτυπούσαν πρώτα σε μια πέτρα για να καθαριστεί από τα λίπη. Μετά τη φούσκωναν και την έδεναν καλά. Μια πραγματική δερμάτινη μπάλα!

Τα γουρούνι (γ’ρούνι) ήταν πραγματικός θησαυρός για την οικονομία του σπιτιού την εποχή εκείνη. Κατ’ αρχήν έφτιαχναν τον πατσά που θα έτρωγαν όμως την ημέρα των Φώτων. Με το δέρμα του κατασκεύαζαν αυτοσχεδια παπούτσια, τα γουρνοτσάρουχα.Το λίπος του το έλιωναν , το αποθήκευαν σε βαρέλια (κάδιοι) και το χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική καθώς το λάδι ήταν δυσεύρετο. Τα μικρά κομμάτια  του λίπους που δεν έλιωναν τελείως, καθώς είχαν λίγο κρέας, τα φύλαγαν για άλλες χρήσεις. Τις τσιγαρίδες όπως τις έλεγαν, τις έβαζαν στις πίτες ή στο μπομπότο ( από καλαμποκίσιο αλεύρι) ψωμί για να νοστιμίσουν. Το κρέας του γουρουνιού το έκαναν παστό ή λουκάνικα (λουκανίτσες). Για να τις φτιάξουν ψιλόκοβαν πρώτα το κρέας, το ανακάτευαν με ψιλοκομμένα πράσα και κρεμμύδια, έριχναν ρίγανη και τα κρεμούσαν στο ταβάνι του κελαριού σε θηλιές.

Παραμονή των Χριστουγέννων

Από την προπαραμονή οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τις κουλούρες ( προσφόλια) που θα έδιναν στα παιδιά που θα περνούσαν την επόμενη μέρα για να πουν τα κάλαντα (να κολιαντίσουν) . Για τα παιδιά που ήταν πιο κοντινοί συγγενείς έφτιαχναν μεγαλύτερα προσφόλια. Αυτά τα σφράγιζαν με τα σχέδια που έχει στο χερούλι η σφραγίδα που βάζουν στα πρόσφορα που πηγαίνουν στην εκκλησία.

Την παραμονή οι νονές έπρεπε να πάνε τα δώρα τους στα βαφτιστήρια. Τα δώρα ήταν συνήθως μια περιποιημένη κουλούρα, λίγα ζαχαρωτά ή κανένα ρουχαλάκι που του είχαν πλέξει. Το ίδιο έπρεπε να κάνει και η πεθερά στην αρραβωνιαστικιά του γιου της. Αυτή εκτός από την κουλούρα και τα ζαχαρωτά θα της δώριζε και μαντίλι «καλαματιανο’, αν είχε.

Την παραμονή πρωί πρωί, προτού ο παπάς χτυπήσει την καμπάνα, τα παιδιά του χωριού έπαιρναν τις ‘τζιουμάκες’ και εξορμούσαν στα σπίτια. Οι τζιουμάκες ήταν ένα μακρύ ξύλο από κρανιά σαν μπαστούνι το οποίο στη μια άκρη του είχε ένα εξώγκομα ίσα με μια γροθιά. Μ’ αυτά χτυπούσαν τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών και τραγουδούσαν: ‘Κόλιντα, μέλιντα, τώρα και του χρόνου…’ Καθώς οι παρέες των παιδιών διέσχιζαν τα σοκάκια του χωριού μέσα στη νύχτα του χειμώνα έσπαγαν με τις τζιουμάκες τους τους φράχτες των σπιτιών και των κήπων για να γελάσουν. Οι ιδιοκτήτες άλλοι φώναζαν και μάλωναν και άλλοι το δέχονταν ως αναγκαίο κακό. Σε πολλά σπίτια οι νοικοκυρές άνοιγαν την πόρτα στα παιδιά κι αυτά μ’ ένα κλαδί κέδρου που κρατούσαν στα χέρια τους ανακάτευαν τη φωτιά στο τζάκι λέγοντας: ‘Ζιάρα, αρνιά, κατσίκια…’ Μια ευχή για να γεννιούνται θηλυκά ζώα.

Μετά την εκκλησία τα παιδιά του χωριού συγκεντρώνονταν στην πλατεία με τα κεντητά σακούλια τους στην πλάτη για να πάνε να πούνε τα κάλαντα χωρίς τις τζιουμάκες αυτή τη φορά. Μέσα στο σακούλι η μάνα τους έβαζε ένα προσφόλι, λίγα καρύδια, σύκα ή ζαχαρωτά. Πήγαιναν σε όλα τα σπίτια του χωριού και οι παρέες τους αποτελούνταν από 8 έως 10 άτομα. Μουσικά όργανα δεν είχαν.

Μπαίνοντας στην αυλή του σπιτιού, Φώναζαν: ‘Να τα πούμε;’ Κι άρχιζαν:

«Κόλιντα, μέλιντα, τώρα και του χρόνου

ου Χριστός γηννιέτι, γηννιέτι  κι βαφτίζιτι

στα σούραντα (ουράνια) σ’ απάνου

κι οι άγγελοι χαίρουντι και τα δαιμόνια σκάζουν

σκάζουν και πλαντάζουν, τα σίδερα δαγκάνουν.

Νό’ μου (δώσ’ μου) μπάμπου κ’λούρα

Να μη σ’ τσακίσου τα’ θύρα και την παραθύρα

Ξύδι στο βαένι, ρακί στο κολοκύθι.

Δυο χιλιάδες πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια

που βόσκουν τα κατσίκια στου μέγα του χουραφ’»

Την ώρα αυτή οι νοικοκυρές έψηναν τα ‘σπάργανα του Χριστού’. Έφτιαχναν ένα είδος χυλού με αλεύρι χωρίς αλάτι. Στο τζάκι, πάνω στην πυροστιά, τοποθετούσαν μια πέτρινη πλάκα. Στην πλάκα αυτή έριχναν με μια κουτάλα το χυλό και τον άλωναν με τον πλάστη. Μετά το γύριζαν κι από την άλλη για να ψηθεί κι από τις δυο πλευρές. Για να τα φάνε τα ράντιζαν με βούτυρο ή με μέλι και καρύδια.

Άλλο φαγητό που έφτιαχναν αυτή τη μέρα ήταν τα ‘γιαπράκια’. Ήταν ένα νηστίσιμο φαγητό που έμοιαζε με τους λαχανοντολμάδες που γίνονταν  όμως με φύλλα από λάχανο τουρσί που είχαν φτιάξει οι νοικοκυρές από το φθινόπωρο. Συμβόλιζε το ‘φάσκιωμα’ του νεογέννητου Χριστού.

Μεγάλη προσοχή έδιναν στη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι. Δεν έπρεπε να σβήσει γιατί θα κρύωνε το μωρό της Παναγίας. Στην εστία δεν καθάριζαν όλη τη στάχτη. Αυτή τη μάζευαν και την ημέρα του Σταυρού, παραμονές των Φώτων, την πετούσαν στα χωράφια για λίπασμα και απολύμανση.

Οι δοξασίες για τους Καλικάντζαρους μοιάζουν μ’ αυτές στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι γονείς κατά την περίοδο του δωδεκαήμερου δεν άφηναν τα παιδιά τους να πάνε στους νερόμυλους τη νύχτα γιατί εκεί πίστευαν ότι μπορούν να τους κάνουν κακό.  Στο σπίτι έπρεπε να σκεπάζουν τα κατσαρολικά (αγγειά) για να μην τα μαγαρίσουν. Πολλοί άφηναν έξω από την πόρτα ένα μικρό δοχείο με νερό και λίγο ψωμί για να φάνε τα Καλικαντζαρούδια κι έτσι να τα καλοπιάσουν.

 

Ανήμερα τα Χριστούγεννα

Την ημέρα αυτή φόραγαν τα καλά τους, πήγαιναν στην εκκλησία, ετοίμαζαν τα φαγητά, κυρίως χοιρινό, πήγαιναν επισκέψεις στους συγγενείς και το απόγευμα, αν ο καιρός το επέτρεπε, έβγαιναν στο μεσοχώρι τα ‘βιολιά’. Επισκέψεις στους Χρηστάδες έκαναν την άλλη μέρα. Το χορό στην πλατεία άρχιζε ο γεροντότερος εις ένδειξη σεβασμού. Πολλές φορές ο χορός κρατουσε και τρεις μέρες. Τόσος πολύς ήταν ο κόσμος τότε στο χωριό, κυρίως στα προπολεμικά χρόνια.

 

Παραμονή Πρωτοχρονιάς

 

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά εξορμούσαν πάλι για τα κάλαντα. :

«Άι-Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία

βαστάει εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.

Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε:

-Βασίλη μ’ πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;

-Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω.

-Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε να τραγουδήσεις.

-Εγώ τραγούδια δεν ξέρω, ξέρω την αλφαβήτα.

Και στο ραβδί ακούμπησε να πει την αλφαβήτα

Και το ραβδί ήταν χλωρό και βλάστησε κλωνάρια

Και πάνω στα κλωνάρια του περδίκες κελαηδούσαν.

Δεν  ήταν μόνο πέρδικές, ήταν και περιστέρια.»

Τα δώρα των νοικοκυραίων ήταν κι εδώ  ό,τι και στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα.

Οι νοικοκυρές ζύμωναν για να φτιάξουν τα φύλλα της βασιλόπιτας. Αφού τα έψηναν στη γάστρα, τα άφηναν στο πλαστήρι να είναι έτοιμα για την άλλη μέρα.

Στο τζάκι έβαζαν μεγάλα κούτσουρα για να καίνε μέχρι την άλλη μέρα. Θεωρούσαν κακό σημάδι να σβήσει η φωτιά μια τέτοια νύχτα.

Το βράδυ της παραμονής έπαιζαν όλα τα μέλη της οικογένειας το παιχνίδι με τα σπυρόσταρα. Χώριζαν τη φωτιά του τζακιού στη μέση και σκούπιζαν καλά τη βάτρα. Έπαιρνε κάποιος στο χέρι του τόσα σπυριά σιτάρι όσα ήταν και τα πρόσωπα. Αφού το ονομάτιζε, το έριχνε στο μέρος της εστίας που είχαν καθαρίσει. Το στάρι έσκαγε και τινάζονταν. Ανάλογα με την κατεύθυνση και το πρόσωπο έδιναν μια εξήγηση. Αν ήταν του αφέντη (παππούς) και τινάζονταν προς το νεκροταφείο ήταν κακό σημάδι. Αν το σπυρί ήταν αγοριού ή κοριτσιού σε ηλικία γάμου,  προσπαθούσαν να μαντέψουν  ποιον ή ποια θα πάρει από τη γειτονιά που έδειξε το σταρόσπορο. Αν ήταν μεγάλος έδειχνε προς ποια κατεύθυνση θα πήγαινε για δουλειές. Αν δεν έσκαγε σήμαινε ότι αυτός δεν θα έκανε τίποτα. Έτσι, με γέλια και πειράγματα περνούσε ευχάριστα η μεγάλη αυτή βραδιά και ξεχνούσαν τα βάσανα της καθημερινότητας αλλά το κυριότερο δένονταν τα μέλη της οικογένειας.

 

 

Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς

Η Βασιλόπιτα

Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές έπρεπε να φτιάξουν τη Βασιλόπιτα με τα φύλλα που είχαν ετοιμάσει από την προηγούμενη μέρα. Το χαρακτηριστικό της κερασοβίτικης βασιλόπιτας είναι ότι εκτός από το φλουρί βάζουν και άλλα σημάδια απόλυτα ταιριαστά με τις αγροτικές ασχολίες των κατοίκων. Τα σημάδια αυτά ήταν: Ο ‘σταυρός’, η ‘φούρκα’, το ‘στάχυ’, το ‘κλήμα’, το ‘μαντρί’, ο ‘τσάρκος’ ,και το ‘θκέντρι’. Ο σταυρός συμβόλιζε το Χριστό και τον έβαζαν στη μέση της πίτας. Μπορεί να το έβαζαν  όπως και τα άλλα σημάδια και όποιος το κέρδιζε θεωρούνταν ιδιαίτερα τυχερός και ευλογημένος για τη χρονιά που έρχονταν. Όποιος πετύχαινε τη φούρκα θα έπρεπε να αναλάβει να εξασφαλίσει τα καυσόξυλα της χρονιάς για το σπίτι. Ο σταυρός και η φούρκα κατασκευάζονταν από λεπτά κλαδάκια κρανιάς. Το στάχυ ήταν ένα κομμάτι από την κορυφή του σιταριού. Σ’ αυτόν που θα έπεφτε τον εξέταζαν αν ήταν τυχερός  ή όχι ανάλογα με το πώς θα πήγαινε η σοδειά της χρονιάς. Το στάχυ συμβόλιζε τη σπορά και το θερισμό των σιταριών. Το κλήμα ήταν ένα μικρό κομμάτι από κληματόβεργα και συμβόλιζε την παραγωγή κρασιού και τσίπουρου. Αν και η παραγωγή αυτών των προϊόντων δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη όπως σε άλλες περιοχές, δεν έλειπαν όμως από κανένα σπίτι. Το μαντρί ήταν ένα μικρό στεφάνι από κλαδί κρανιάς και ο τσάρκος ακόμη μικρότερο. Αυτά συμβόλιζαν τις κτηνοτροφικές ασχολίες των κατοίκων. Το μαντρί ήταν για τα μεγάλα ζώα και ο τσάρκος για τα μικρά. Το θκέντρι ήταν ένα ίσιο μυτερό ξύλο, η βουκέντρα. Αυτό συμβόλιζε τα βόδια του σπιτιού τα οποία ήταν ιδιαίτερα σημαντικά για το όργωμα των χωραφιών. Αν η οικογένεια είχε μελίσσια έβαζαν κι ένα άλλο σημάδι, την έλικα από τις κληματόβεργες. Έτσι η Βασιλόπιτα αποκτούσε ξεχωριστό ενδιαφέρον για όλα σχεδόν τα μέλη της.

Η πίτα φτιάχνονταν με τα φύλλα που είχαν ψήσει στη γάστρα από την παραμονή. Για να μυρίσει ωραία, έβαζαν στο τηγάνι λάδι και βούτυρο. Μετά έριχναν λίγο πράσο να τσιγαριστεί για να δώσει ένα ξεχωριστό άρωμα. Πρόσθεταν λίγο τραχανά και λίγα τρίμματα από τυρί. Άλλοι πρόσθεταν και λίγο κρέας. Γενικά πάντως ήταν μια πίτα πολύ λιτή.

Το μεσημέρι ο μεγαλύτερος της οικογένειας, ο αφέντης, αφού τη σταύρωνε , την έκοβε σε κομμάτια, αρχίζοντας από το μεσαίο, του Χριστού. Μετά το ν τεμαχισμό της την έκανε τρεις στροφές και έδινε στον καθένα το ‘φελί’ του αρχίζοντας από τον μεγαλύτερο. Ανάλογα με το σημάδι που τύχαινε ο καθένας άκουγε και τα σχετικά σχόλια και πειράγματα.

Αυτά τα σημάδια τα φύλαγαν μέχρι την ημέρα των Φώτων. Εκείνη την ημέρα όποιος πήγαινε στη βρύση του μαχαλά για να φέρει νερό με τις μπούκλες έριχνε εκεί τα σημάδια ή στο ποτάμι. Το φλουρί το φύλαγαν στο εικόνισμα του σπιτιού μέχρι την άλλη χρονιά.

Το απόγευμα της Πρωτοχρονιάς έβγαιναν πάλι τα βιολιά στο μεσοχώρι και πήγαιναν επισκέψεις στους εορτάζοντες.

 

Παραμονή των Φώτων

 

Την παραμονή των Φώτων , στις 5 Ιανουαρίου, είναι μεγάλη νηστεία. Έφτιαχναν πάλι λαγγίτες στην πλάκα όπως και την παραμονή των Χριστουγέννων και έτρωγαν φασολάδα αλάδωτη.

Την ημέρα αυτή περνούσε ο παπάς από τα σπίτια του χωριού με αγίασμα για να ραντίσει.  Οι νοικοκυρές κρατούσαν λίγο απ’ αυτό για να αγιάσουν και τα οικόσιτα ζώα. Μέσα στο αγίασμα βουτούσαν ένα κομματάκι κουλούρα που είχαν φτιάξει την παραμονή των Χριστουγέννων και την έδιναν στο ζώο να τη φάει. Την άλλη μέρα δεν ξαναπερνούσε ο παπάς. Οι πιστοί έπαιρναν μόνοι τους αγίασμα για το σπίτι. Μέσα στο κακαβούλι του παπά έριχναν κάποιο νόμισμα. Ο παπάς είχε μαζί του ένα σακί στο οποίο οι χωριανοί έδιναν το ‘μισθό’ του: φασόλια, καρύδια, λουκάνικα και ό,τι άλλο είχαν τη δυνατότητα να προσφέρουν. Ο ιερέας του χωριού ήταν πάντα ένας άριστος γνώστης της οικονομικής κατάστασης κάθε οικογένειας. Από εκεί βγήκε και το σατυρικό τραγουδάκι: «Τον Ιορδάνη…

                  Κοίτα μωρέ Γιάννη

                  Πάνω στο ταβάνι

                  Κρέμεται λουκάνικο

                  Βάλτο μες στ’ αμάνικο.»

Ανήμερα των Φώτων

 

Την ημέρα αυτή οι χωριανοί, κυρίως οι άντρες, πήγαιναν να εκκλησιαστούν παίρνοντας μαζί τους την εικόνα από το εικονοστάσι του σπιτιού. Την είχαν καθαρίσει βέβαια προηγουμένως  με ξυνόμηλο.

Ο παπάς αγίαζε τα νερά ρίχνοντας το σταυρό σ’ ένα καζάνι.

Πριν τελειώσει η λειτουργία γίνονταν ένα είδος πλειστηριασμού για να εξασφαλίσει η εκκλησία το λάδι που χρειάζονταν για τα καντήλια. Ο ψάλτης έπαιρνε μια φορητή εικόνα από το τέμπλο, άρχιζε με την εικόνα του Αγίου Βασιλείου, και ανακοίνωνε στο εκκλησίασμα την έναρξη των προσφορών. Από κάτω ανέβαζαν την προσφορά και όποιος έδινε τη μεγαλύτερη έπαιρνε την εικόνα του αγίου στα χέρια του. Μετα συνέχιζαν με τις υπόλοιπες φορητές εικόνες του τέμπλου. Όταν τελείωνε ο πλειστηριασμός και η λειτουργία, με τις εικόνες στα χέρια το εκκλησίασμα περιφέρονταν τρεις φορές γύρω από το ναό    ψάλλοντας «Κύριε, ελέησον!» .Τις εικόνες τις ξανατοποθετούσαν στη θέση τους και επέστρεφαν στο σπίτι έχοντας στα χέρια τους την εικόνα από το εικονοστάσι τους και το αγίασμα. Με αυτό θα ραντίσουν πάλι όλο το σπίτι, τα μαντριά και τα χωράφια τους. Όταν πήγαιναν σε κάποιο χωράφι έπαιρναν μαζί του ς μια χεριά βρυζάχυρο και την έδεναν σ΄ ένα κλήμα ή  σ’ ένα δέντρο.

Το μεσημέρι θα φάνε τον πατσά από το χοιρινό που είχαν μαγειρέψει από την παραμονή των  Χριστουγέννων. Το απόγευμα θα βγουν πάλι τα βιολιά στην πλατεία και θα επισκεφθούν τους Φώτηδες. Τα Θεοφάνεια δεν έλεγαν κάλαντα τα παιδιά του χωριού.

 

                                                          Αφήγηση: Μαριάνθη Κ. Βάιλα

                                                          Συγγραφή: Δημήτρης . Τέλλης