Νίκος Φιλιππίδης

Νίκος Φιλιππίδης, γνωριμία με την   ανθρώπινη  πλευρά ενός καταξιωμένου καλλιτέχνη

 Πολλές φορές η συζήτηση στις παρέες  των Κερασοβιτών περιστρέφεται γύρω από το όνομα του Νίκου Φιλιππίδη. Και δεν είναι υπερβολή, καθώς μαζί του ζήσαμε τις σημαντικότερες στιγμές πολλοί από μας. Αν δεν ήταν γάμος ή βάφτιση, θα ήταν σίγουρα κάποιο πανηγύρι ή μια εκδήλωση. Όλοι έχουν να αφηγηθούν όμορφες στιγμές που έζησαν και όλοι γλέντησαν μαζί του και ταξίδεψαν μέσα από τις νότες του κλαρίνου του.
Για την αξία του ως μουσικός θα μιλήσουν άλλοι γνώστες του θέματος και ειδικοί στην μουσική μας παράδοση. Εμείς εδώ θα μιλήσουμε για τον άνθρωπο Νίκο Φιλιππίδη, να γνωρίσουμε την πορεία του, τα βιώματά του, τις σκέψεις και τα όνειρά του. Να γνωρίσουμε καλύτερα έναν δικό μας άνθρωπο που με το έργο του και με την αξία του μας κάνει περήφανους ως Κερασοβίτες.



     Τα παιδικά μου χρόνια.
Τα παιδικά μου χρόνια, θυμάται ο Νίκος,  ήταν δύσκολα όπως και για όλα τα παιδιά της ηλικίας μου. Η ζωή είχε πολλές στερήσεις εκείνη την περίοδο. Θα έλεγα πως μας έλειπαν πολλά...
Αυτό που ήταν αρκετά δύσκολο να ξεχάσω, ήταν τα κρύα βράδια του χειμώνα. Ιδίως όταν έσβηνε το τζάκι τουρτουρίζαμε όλη τη νύχτα. Είναι βαρύς και μακρύς ο χειμώνας στο Κεράσοβο.

Γεννήθηκα το 1944 στο Κεράσοβο, την περίοδο του πολέμου. Πατέρας μου ήταν ο Φίλιππος Φιλιππίδης και μητέρα μου η Λευκοθέα Ζαμάνη. Είμαι το πρώτο παιδί της οικογένειας. Τα άλλα αδέρφια μου είναι η  Μαρίκα, ο Κώστας και ο αείμνηστος Βαγγέλης. Στη διάρκεια του εμφυλίου, κατεβήκαμε στα Γιάννενα. Ύστερα γυρίσαμε στην Κόνιτσα όπου εκεί πήγα πρώτη δημοτικού. Συνέχισα το σχολείο στο Κεράσοβο. Την Τρίτη και την Τετάρτη τάξη πήγα στο Παλιό Σχολειό του χωριού και μετά Πέμπτη - Έκτη στο καινούριο σχολείο. Μαζί με την Μαριάνθη Βάϊλα και το Χρήστο Τσούμπανο  ήμασταν οι πιο καλοί μαθητές. 

Παίζει κλαρίνο ο Νίκος Φιλιππίδης
     Τα πρώτα μου βήματα στη μουσική
Πρωτόπαιξα μουσικό όργανο στα 6 μου χρόνια. Είχα πάρει μια φλογέρα από το παζάρι της Κόνιτσας και καθόμασταν στην αυλή του σπιτιού μαζί με τις ξαδέρφες μου. Αυτές τραγουδούσαν κι εγώ τις συνόδευα με τη φλογέρα.
   Στο πρ    ﷽﷽﷽﷽﷽υν 8 χρον;oρώτο γλέντι που έπαιξα, ήμουν 8 χρονών. Ήταν το 1952, στο μαγαζί του Βαδάση, στο Κεράσοβο. Είχαμε φτιάξει εκείνη τη χρονιά με τον πατέρα μου ένα σαντούρι από καφάσια φρούτων! Πήγαμε, θυμάμαι, και τα κόψαμε στο ξυλουργείο του Βασίλη Τζίνα. Βάλαμε σύρματα για χορδές και ο πατ. ι με ρωτοτο ιτσα. Στην αρχει,εεoέρας το κούρδισε όπως του είχε δείξει, έλεγε, κάποιος Ρουμάνος στην Κόνιτσα. Στην αρχή, βέβαια, δεν ήξερα τι θα φτιάχναμε. Μ’ αυτό λοιπόν το αυτοσχέδιο σαντούρι με πήρε ο πατέρας μου στο γλέντι, ελλείψει άλλων μουσικών. Πρέπει να ήταν απόκριες, Φλεβάρης μήνας. Ο πατέρας μου έπιασε το κλαρίνο, ο θείος ο Γιώργος το ντέφι κι εγώ το «σαντούρι» μου. Ηταν απ τα ωραία γλέντια που θυμάμαι. Ο ήχος και οι αρμονίες που έβγαζε το σαντούρι τους εντυπωσίασε. Η αλήθεια είναι πως κι εγώ ο ίδιος δε πίστευα τί συνέβαινε την ώρα του γλεντιού. Ένιωθα σαν θεατής, ότι έβλεπα ταινία, λες και έπαιζε κάποιος άλλος, ότι δεν ήμουν ο ίδιος εκεί. Σαν παιδάκι βεβαια που ήμουν, περισσότερο μου άρεσε που με κερνούσαν λουκούμι ή μπακλαβά.

Αν και δε το γνωρίζουν πολλοι, το σαντούρι υπήρχε στη μουσική παράδοση της Ηπείρου. Βέβαια λόγω του όγκου του, ήταν αρκετά δυσκολο στη μεταφορά, όπως και στο κούρδισμά του. Γι’ αυτό το λόγο, το αντικαταστήσαμε με το λαούτο και το ακορντεόν. 

     Η ζωή στην Αθήνα
Σε ηλικία 16 ετών, κατέβηκα στην Αθήνα. Έπιασα δουλειά σ’ ένα σιδηρουργείο και γράφτηκα σε νυχτερινό σχολείο. Παράλληλα, επαιζα κλαρίνο σε γλέντια μαζι με τον Μήτσο Χριστόπουλο και τον Αποστόλη Τσιούτα από την Κόνιτσα. Ήμασταν μια καλή παρέα τότε. Δούλευα βεβαια από τις 8 το πρωί μέχρι τις 2 το μεσημέρι και από τις 4 μέχρι τις 6. Αμέσως μετά πήγαινα στο σχολείο 6 μέρες την εβδομάδα. Δεν υπήρχε πενθήμερο τότε. Το μεροκάματο, θυμάμαι, ήταν 25 δραχμές. Τότε έμενα στην Κυψέλη στο σπίτι του καθηγητή Δημητρίου Βάϊλα μαζί με παιδιά από το Κεράσοβο: τον Μήτσιο Μανέκα, τον Μήτσιο Παστρουμά, τον Ηλία Γελαδάρη και πολλούς άλλους. Μέναμε όλοι μαζί, τρεις, τέσσερις και πέντε μαζί σ’ ένα δωμάτιο. Τα πράγματα που είχαμε ελάχιστα. Ένα δυο πουκάμισα καλά και τα ρούχα της δουλειάς. Αυτά μόνο. 

  Δέκα χρόνια στη Ρόδο
  Σταθμός στην επαγγελματική μου εξέλιξη ήταν τα χρόνια που έζησα στη Ρόδο, από το 1971 έως το 1981. Εκεί ο δήμος του νησιού σε συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού μας παραχώρησαν το θέατρο όπου δίναμε μουσικοχορευτικές παραστάσεις. Πήγαμε υποτίθεται για έξι μήνες και τελικά μείναμε δέκα χρόνια. Οι παραστάσεις μας είχαν μεγάλη επιτυχία. Οι ντόπιοι αλλά και οι τουρίστες μας είχαν «αγκαλιάσει». Οφέιλω πάρα πολλά στους υπεύθυνους του θεάτρου, Τάκη και Νέλλυ Δημόγλου. Τότε ασχολήθηκα πιο σοβαρά με την μουσική και κυρίως έμαθα τα παραδοσιακά τραγούδια άλλων περιοχών της Ελλάδας. 

Πανηγύρι στο Κεράσοβο. Στο βιολί ο Φίλιππας Φιλιππίδης, στο κλαρίνο ο γιος του Νίκος, στο άλλο κλαρίνο ο Ανδρέας Φιλιππίδης, στο ντέφι ο Γιώργος Μπέτζιος και στο λαούτο ο Κώστας Φιλιππίδης.
     Οι γονείς μου
Η μάνα μου ήταν μια εξαιρετη γυναίκα, πολύ γλυκιά. Σα μητέρα, μας είχε περισσότερη αδυναμία και μας έκανε τα χατήρια. Αντίθετα, ο πατέρας μου ήταν πιο αυστηρός – ακόμη και με τον εαυτό του - και μετρημένος στις εκφράσεις του. Όταν τον ρωτούσα ποιούς μουσικούς θαύμαζε, μου έλεγε για τον πάππο τον Νικόλα: «Επαιζε βιολί μόνος του και ήταν σα να άκουγες ολόκληρη ορχήστρα!». Επίσης για τον Πέτρο Αλεξίου, ο οποίος έπαιζενης ﷽﷽﷽﷽﷽﷽το νοσοκομείο, και ρευτικαππαιζειι κλαρίνο, για τον Μπερτόδουλο που τραγουδούσε και για κάποιο Αντώνη Τσιάπη, μουσικό απ’ την Κόνιτσα. Από τον Τσιάπη μάλιστα, ο πατέρας μου «πήρε» πολλές πατινάδες και μερικές ευρωπαϊκές μελωδίες. Επαιζε, έλεγε, «ευγενικό κλαρίνο» ο Τσιάπης. Για μένα δεν είχε πεί ποτέ κάτι για τον τρόπο που έπαιζα. Μόνο μια φορά θυμάμαι στα γεράματά του, ενώ τον πήγαινα στο νοσοκομείο, τον ρωτούσα επίμονα για το πώς έπαιζε ο Αντώνης Τσιάπης. Ρωτούσα: «Έπαιζε σα τον παππού τον Πέτρο ή τον Γιάννη τον Μπέτζιο;». Και τότε μου είπε: «Έ ωρέ, γιά, σαν εσένα έπαιζε ο Αντώνης!». Αυτή του η κουβέντα ήξερα ότι είχε σημασία.

Ο παππούς, συμπληρώνει η Φεβρωνία, η σύζυγος του Νίκου, αγαπούσε πολύ το εγγονάκι του, τη Λευκοθέα. Θυμάμαι, μια φορά σε ένα γλέντι στου Γκουντούλη, με αγκάλιασε και μου είπε ότι με αγαπούσε σαν παιδί του.

Η θεία Αλεξάνδρα  
Θυμάμαι, ήμουν 10 χρονών και ο πατέρας μου πήγε και βρήκε έναν δάσκαλο στο ορφανοτροφείο της Κόνιτσας για να μου δείξει τις νότες.  Τον βρήκα και μου έδωσε ένα χαρτί που είχε κάνει το πεντάγραμμο και πάνω είχε γράψει τις νότες μι, σολ, σι, ρε, φα και φα, λα, ντο, μι. Να τις μάθεις, μου είπε, και έλα ξανά αύριο. Εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τη σειρά. Είχα ακούσει ότι οι νότες ήταν  ντο, ρε, μι, φα, σολ, λα, σι. Έσπαγα το κεφάλι μου όλη την ημέρα να καταλάβω. Στην πίσω μεριά είχε τον Εθνικό ύμνο με τις νότες. Με τα πολλά κατάλαβα τη σχέση που είχαν οι νότες και τη σειρά που έβγαινε η μελωδία.
Τρέχω αμέσως στην θεία μου την Αλεξάνδρα και κουνώντας το χαρτί με το πεντάγραμμο της λέω με χαρά: «Θεία, έμαθα μουσική!». Αυτή θυμόσοφη και λογική καθώς ήταν, με προσγείωσε. Το θυμάμαι σαν τώρα: «Κάτσε κάτω. Πρέπει να βγάλει ο κώλος σου νερό για να μάθεις μουσική. Εσύ μ’ ένα μάθημα, τα ‘μαθες όλα κιόλας;». Μ’ έβαλε στη θέση μου μια χαρά. Μέσα όμως είπα: «Πού να ξέρει η θεία!» Δεν μου κακοφάνηκε όμως, την αγαπούσα πολύ. Ήταν πολύ γλυκός άνθρωπος και της είχα μεγάλη αδυναμία. Ηταν αδελφή του πατέρα μου, παντρεμένη με τον Ανδρέα Τούλη, που έπαιζε βιολί. 

Ο Κώστας ο αδελφός μου
-Πες μου για τον Κώστα τον αδερφό σου, τι άνθρωπος είναι;
-Ο Κώστας είναι κλειστός σαν χαρακτήρας. Είναι όμως αυτός που θα σε υποστηρίξει, μπορείς να στηριχτείς πάνω του. Είναι πολύ καλός λαουτιέρης και τραγουδιστής. Μια φορά σε μια βράβευση που μας κάνανε, είπαν ότι πίσω από έναν πετυχημένο κλαρινίστα βρίσκεται ένας πετυχημένος λαουτιέρης. Και είναι αλήθεια αυτό. 

     Το CD “Εκ Κονίτσης’
Το CD αυτό κυκλοφόρησε το 2006. Χρειάστηκε δουλειά 6 χρόνων για να ολοκληρωθεί! Όταν το δούλευα νότα νότα, ένιωθα ότι πάνω απ’ το κεφάλι μου ήταν η θεία μου η Αλεξάνδρα. Είχα την αίσθηση ότι άκουγε αυτά που έκανα κι ότι έπρεπε να το κάνω σωστά, να μην γίνει το παραμικρό λάθος. Ηθελα να πετύχω το γνήσιο κονιτσιώτικο ύφος. Το CD αυτό γνωρισε μεγάλη επιτυχία, όχι μόνο στην περιοχή της Κόνιτσας, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Αυτό ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για μένα.

Η κόρη του Λευκοθέα, ομολογεί πως ήταν αρκετά δύσκολη η δημιουργία του CD για το Νίκο. «Αναγκάστηκε να μάθει μόνος του να χειρίζεται από την αρχή τα πρόγραμματα επεξεργασίας μουσικής στον υπολογιστή για να μπορέσει να το τελειώσει. Δούλευε πολλές φορές όλη τη νύχτα μέχρι τα ξημερώματα.» 
Χορός των Κερασοβιτών στην Αθήνα
 Η σχέση μου με την μουσική  
-Ποια είναι η γνώμη σου για την παραδοσιακή μουσική σήμερα; Σε ποιο επίπεδο βρίσκεται;
-Η αλήθεια είναι πως δέ βρίσκεται στη θέση που της αρμόζει. Πιστεύω πως η πολιτεία μαζι με τα μέσα ενημέρωσης έχουν μέρος της ευθύνης γι’ αυτό, αλλά και εμείς οι μουσικοί. Το μεγάλο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι δεν υπάρχει μια Ακαδημία Παραδοσιακής Μουσικής όπου να γίνεται σοβαρή επιστημονική δουλειά πάνω στην μουσική μας παράδοση. Να υπάρχει έρευνα, αρχείο, να μπορεί όποιος θέλει να ασχοληθεί με την παραδοσιακή μουσική να βρει αυτό που ψάχνει εύκολα και οργανωμένα. Τέτοιες ακαδημίες έχουν σχεδόν όλες οι χώρες. Έχω δει για παράδειγμα στη Βουλγαρία, στην Αλβανία, στην Τουρκία, στη Ρωσία, στο Κάιρο. Στο Μεξικό σχεδόν κάθε πόλη έχει τέτοια ιδρύματα και οι άνθρωποι τα δείχνουν με περηφάνια.
Παράδοση σημαίνει ότι παίρνω κάτι και το εξελίσσω, χωρίς όμως να το ευτελίζω. Αν την παράδοση την αφήσεις όπως την πήρες, τότε είναι άχρηστο. Ακόμη και οι παλιοί μουσικοί κάθε φορά που έπαιζαν, κάτι άλλαζαν. Ποτέ δεν ήταν ακριβώς το ίδιο.
-Οι νέοι σήμερα είναι κοντά στην παράδοση;
-Ναι, ευτυχώς. Εγώ πάντα δούλευα με νέα παιδιά, κυρίως στις παραστάσεις των χορευτικών συγκροτημάτων. Οι νέοι δείχνουν σεβασμό απέναντι στην παραδοσιακή μουσική. Κι αυτό το κατόρθωσαν κυρίως οι πολιτιστικοί σύλλογοι και οι αδελφότητες.
-Νίκο, εκτός από πνευστά, παίζεις άλλα όργανα;
-Δεν θα το ‘λεγα. Παίζω λαούτο και βιολί αλλά δεν έχω άνεση. Κυρίως παίζω Τζαμάρα, η οποία είναι μεταλλική φλογέρα που έπαιζαν οι βοσκοί στην Ήπειρο.
Επαιζα και καλό ντέφι.
-Τι σου έχει δώσει στη ζωή σου η  μουσική;
- Μου έχει δώσει «αρμονία» στη ζωή μου. Αυτή η «αρμονία» όμως αποκτάται μόνο οταν πραγματικά αγαπάς και σέβεσαι τη μουσική.
   Έχει βέβαια και κοινωνική αξία. Είναι η συν – ύπαρξη, η συν – κίνηση με τον άλλον. Όταν βλέπεις τον συνάνθρωπό σου να είναι ευτυχισμένος πάνω στο γλέντι, γίνεσαι ένα μ’ αυτόν, ελαφραίνει η ψυχή σου. Εκείνη τη στιγμή, υπάρχει μόνο το σύνολο, η παρέα αλλά και παράλληλα η ατομικότητα. Αυτό σου μαθαίνει η μουσική. Σε ταξιδεύει μαζί με τους άλλους ανθρώπους, σε ενώνει με τον διπλανό σου. Με την μουσική γινόμαστε συνεπιβάτες σ’ ένα αστρικό ταξίδι, κάθε φορά διαφορετικό. Είναι ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα. Αυτή είναι η ευεργετικότητα της μουσικής πάνω στον άνθρωπο. Θεραπεύει καί τον μουσικό και τους ακροατές. Τη μουσική αν την αγκαλιάσεις σου χαρίζει αρμονία, βρίσκεις τις ισορροπίες σου.
   Το όργανο είναι προέκταση του εαυτού μου. Κάθε φορά που παίζω ένα τραγούδι προσπαθώ να του δίνω «πνοή» και να ταυτίζομαι με τον κόσμο. Για να γίνει αυτό πρέπει να μπορείς να σβήσεις από μέσα σου τον «εγωισμό» γιατί μόνο τότε γίνεσαι ένα με το σύνολο. Αν το καταφέρεις αυτό, πετυχαίνεις πράγματα που δεν μπορείς να τα περιγράψεις με λέξεις. Αν αξίζει κάτι στη ζωή είναι αυτό. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει στον έρωτα και είναι μοναδικό. Το έχω νιώσει, σε γλέντια στο Κεράσοβο, στη Δροσοπηγή, στην Καστάνιανη.
-Τι νιώθεις και τι σκέφτεσαι όταν παίζεις σε κάποιο γλέντι; Σε επηρεάζουν οι χορευτές;
-Όταν παίζεις σε μια παρέα υπάρχει μια αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στον χορευτή-ακροατή και στον μουσικό. Νιώθεις ότι όχι μόνο δίνεις αλλά και παίρνεις πολλά. Βλέπεις στα μάτια τους, το καταλαβαίνεις από τις κινήσεις τους την ευχαρίστηση που νιώθουν και λες ότι τους δίνεις κάτι σημαντικό. Δεν ξέρεις πόσο άχαρο είναι να παίζεις μόνος σου.
-Το Κεράσοβο σου έχει αφήσει βιώματα;
-Τα περισσότερα βιώματά μου είναι από κει. Τα κουβαλώ καθημερινά μέσα μου. Το χωριό, η μάνα μου, οι άνθρωποι, οι μελωδίες...
     -Τι θα ήθελες να δημιουργήσεις στη μουσική;
-Η παραδοσιακή μουσική σου δίνει την ελευθερία του αυτοσχεδιασμού, ο οποίος είναι δημιουργία.
 Η παραδοσιακή μουσική έχει πολλες δυνατότητες εξέλιξης. Πολλες παραδοσιακές μελωδίες, μοιρολο===ιρντικεγκαίς ορίζοντα καιτικμπορούν να γίνουν ολόκληρο συμφωνικό έργο. Αυτό όμως προϋποθέτει σοβαρή ομαδική δουλειά και βεβαίως χρήματα!
-Πες μου μια σημαντική στιγμή που έζησες ως μουσικός.
-Απ τις σημαντικές στιγμές μου ήταν όταν πηγαμε να παίξουμε στο Λευκό Οίκο το 1973, στα εγκαίνια του Προέδρου Νίξον.
     Άλλη μια σημαντική και συνάμα έντονη εμπειρία μου ήταν το 1997, όταν με κάλεσαν να παίξω στην κηδεία του φιλόσοφου Κορνήλιου Καστοριάδη στο Παρίσι. Είχε αφήσει εντολή στο τελευταίο του ταξίδι αντί για ύμνους να ακουστούν ηπειρώτικα μοιρολόγια.
-Είσαι στα μουσικά πράγματα της Ελλάδας 60 χρόνια. Έχεις γνωρίσει πολύ σημαντικούς ανθρώπους και έχεις γυρίσει όλο σχεδόν τον κόσμο. Τι έχεις να συμβουλέψεις τα νέα παιδιά;

-Είναι σπουδαίο ο άνθρωπος να κάνει στη ζωή του αυτό που του αρέσει, αυτό που αγαπάει. Αν το διαχειριστεί σωστά, θα τα καταφέρει. Μακάρι οι γονείς  και οι κοινωνίες να άφηναν τα παιδιά να κάνουν αυτό που τους αρέσει και όχι να τους επιβάλουν να κάνουν ότι θα τους ανεβάσει στα μάτια του κόσμου.  

Ο Νίκος με τον Κώστα Φιλιππίδη στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας σε εκδήλωση της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας
Μιλούν για τον Νίκο Φιλιππίδη οι δικοί του άνθρωποι
-Φεβρωνία, πες μου τις δικές σου εμπειρίες από το Κεράσοβο.
-Όταν πρωτοπήγα στο Κεράσοβο, ήταν πανηγύρι το 1987, μαγεύτηκα από τους ανθρώπους κυρίως. Ο τρόπος που σου σε καλούσαν στο σπίτι, ο τρόπος που συμπεριφέρονταν στο γλέντι. Μάλιστα όταν άρχισε το πανηγύρι και άκουσα τα τραγούδια «Κάτω στα έξι μάρμαρα», «Εψές με το φεγγάρι», την «Ανασελίτσα», με συγκλόνισαν. Τι μελωδίες ήταν αυτές! Όλο το βράδυ έμεινα ξάγρυπνη από την ένταση που μου προκάλεσαν. Ένιωσα πολλές τέτοιες δυνατές στιγμές όλα αυτά τα χρόνια που ερχόμουν στο Κεράσοβο. Αν και εσείς οι Κερασοβίτες είστε ορεσίβιοι άνθρωποι με τα τραγούδια σας γίνεστε πολύ εκφραστικοί. Μου έκανε εντύπωση που αρχίζετε τα γλέντια σας με μοιρολόγια. Και το κάνετε έτσι που να μην νιώθεις μόνο  μελαγχολία αλλά μια χαρμολύπη. Γιατί δεν είναι μόνο η μελαγχολία της μελωδίας αλλά και η αίσθηση ότι οι άνθρωποι κάνουν το χρέος τους προς αγαπημένα πρόσωπα που «έφυγαν», έτσι «ζουν» με το μοιρολόι ανάμεσά σας.
Παρ’ όλο που το Κεράσοβο είναι απομακρυσμένο και απομονωμένο, περιτριγυρισμένο από βουνά, χωρίς ορίζοντα και νιώθεις οτι δεν υπάρχει ξεγνοιασιά, στο τέλος τα τραγούδια γίνοται γρήγορα, χαρούμενα, σαν να  σου λένε ότι οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν, θέλουν να διασκεδάσουν τη ζωή τους.
Μια άλλη ωραία σκηνή είναι που βάζετε τους ηλικιωμένους να χορέψουν μπροστά. Πολύ συγκινητική εικόνα.  
-Περιέγραψέ μας τον χαρακτήρα του Νίκου.
-Το σίγουρο είναι ότι έχει ηπειρώτικο κεφάλι. Έχει κάτι από τον Σμόλικα και τα βράχια της Τζιούμας, εκεί απέναντι από το χωριό. Αυστηρός με τη δουλειά του αλλά και με τον εαυτό του. Πολλές φορές ξυπνάει το πρωί και μπορεί να μην σου πει ούτε καλημέρα και να πάει να πιάσει το κλαρίνο. Πριν πάει να παίξει σε κάποια εκδήλωση προετοιμάζεται πολύ. Είναι επαγγελματίας πραγματικά. Αυτό όμως είναι πολύ κουραστικό για τον ίδιο.
-Λευκοθέα, από την πλευρά σου, πες μου για τον πατέρα Νίκο Φιλιππίδη.
-Ο πατέρας μου μου έμαθε ότι για να καταφέρω κάτι στη ζωή μου χρειάζεται δουλειά, πολλή δουλειά και αγάπη γι αυτό που κάνεις. Τίποτα δεν σου χαρίζεται. Σαν πατέρας είναι πολύ δοτικός με την οικογένεια.  Μας φροντίζει και νοιάζεται πολύ.

Ήταν μια κουβέντα μεστή, γεμάτη ουσία και μηνύματα. Λόγια βγαλμένα από τις νότες της μουσικής και μουσική συνυφασμένη με τα μυστικά της ζωής. Μια ζωή με νόημα, με συνεισφορά στους ανθρώπους και στον λαϊκό μας πολιτισμό. Κι όλα αυτά με μέτρο και μετριοπάθεια. Αυτός είναι ο Νίκος Φιλιππίδης, ο δικός μας Νίκος.

Δημήτρης Τέλλης
Αθήνα, Ιούνιος 2015

2 σχόλια:

  1. μπράβο σας Κε Τέλη...μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που εκτός από τον Νίκο ως άριστο Κλαρινιστα... γνωρίσαμε κι έναν Νίκο άριστο συνάνθρωπό μας με άριστες γενικές αρχές απέναντι στην κοινωνία, και την οικογένειά του ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κύριε Τέλη, Χριστός Ανέστη!
    Σας γράφω Κυριακή του Πάσχα, ακούγοντας και βλέποντας τον αγαπητό Νίκο Φιλιππίδη να παίζει το "μαγικό" του κλαρίνο στην τηλεόραση. Γνωρίζω τον Νίκο από τα χρόνια που βρισκόταν στη Ρόδο. Το 1976 ο παππούς μου Αντώνης Γερασκλής, παραδοσιακός λαουτιέρης από την Κω, εργαζόταν μαζί με τον Νίκο στο θέατρο παραδοσιακών χορών της Νέλλης Δημόγλου. Ο Νίκος ήταν ο άνθρωπος που με έκανε να σεβαστώ την δημοτική μουσική και να την δώ με "άλλο μάτι". Είναι πράγματι ένας αξιόλογος άνθρωπος και ένας καταξιωμένος μουσικός! Προσωπικά νοιώθω υπερηφάνεια που τον έχω γνωρίσει και τον ευχαριστώ πολύ για όλα όσα μου έμαθε. Θα σας παρακαλούσα να του μεταφέρετε το μήνυμα μου και τα στοιχεία της διεύθυνσης μου. Με εκτίμηση
    Γερακλής Αντώνιος
    Ιατρός Παθολόγος
    E—mail: anthony.gerasklis@gmail.com
    Ρόδος

    ΑπάντησηΔιαγραφή